Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Να δένουμε το τραύμα μας.



- Γέροντα, όταν στον αγώνα μου έχω πτώσεις, πανικοβάλλομαι.
- Μη φοβάσαι. Αγώνας είναι και θα έχουμε και τραύματα. Με την εξομολόγηση
αυτά θεραπεύονται. Βλέπεις, οι στρατιώτες στον πόλεμο, όταν τραυματίζονται
επάνω στην μάχη, τρέχουν αμέσως στον γιατρό, δένουν το τραύμα τους και
συνεχίζουν να πολεμούν φιλότιμα. Εν τω μεταξύ αποκτούν και πείρα από τον
τραυματισμό και προφυλάγονται καλύτερα, ώστε να μην ξανατραυματισθούν.
Έτσι και εμείς, όταν τραυματιζόμαστε πάνω στον αγώνα μας, δεν πρέπει να
δειλιάζουμε, αλλά να τρέχουμε στον γιατρό – στον πνευματικό -, να του δείχνουμε
το τραύμα μας, να θεραπευόμαστε πνευματικά, και πάλι να συνεχίζουμε «τον
καλόν αγώνα». Κακό είναι, όταν δεν ψάχνουμε να βρούμε τους φοβερούς εχθρούς
της ψυχής, τα πάθη, και δεν αγωνιζόμαστε, για να τους εξοντώσουμε.
- Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν. «Αφού μπορεί να
ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιο λόγο να πάω να το εξομολογηθώ;
για να κοροϊδεύω τον παπά;».
- Αυτό δεν είναι σωστό! Είναι σαν να λέει ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται:
«Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ, γιατί να δέσω το
τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέση, θα πάθη αιμορραγία και θα πεθάνει. Μπορεί
από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται.
Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα. Αν δεν καθαρίζουμε με
την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνόμαστε, με τον λογισμό
ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές
λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.

Ο πνευματικός στην οικογένεια.



- Γέροντα, ποια βιβλία μπορούν να βοηθήσουν τους συζύγους;
- Εκείνο που βοηθάει το ανδρόγυνο είναι να μη δικαιολογεί ο καθένας τον εαυτό
του. Αν δικαιολογούν τον εαυτό τους, όσα πνευματικά βιβλία κι αν διαβάσουν, δεν
ωφελούνται. Αν έχουν καλή διάθεση, έχουν πνευματικό και του κάνουν υπακοή,
δεν θα έχουν προβλήματα. Χωρίς πνευματικό διαιτητή δεν γίνεται.
Το καλύτερο είναι να έχουν τα ανδρόγυνα τον ίδιο πνευματικό. Όχι άλλον
πνευματικό ο άνδρας και άλλον η γυναίκα. Δύο ξύλα, αν τα πελεκήσουν δύο
μαραγκοί, όπως νομίζει ο καθένας, δεν θα μπορέσουν ποτέ να εφαρμόσουν. Ενώ,
όταν έχουν τον ίδιο πνευματικό, ο πνευματικός πελεκάει τα εξογκώματα – τα
ελαττώματα – του ενός, πελεκάει και τα εξογκώματα του άλλου, και έτσι
εξομαλύνονται οι δυσκολίες. Αλλά σήμερα, ακόμη και ανδρόγυνα που ζουν
πνευματικά, έχουν διαφορετικό πνευματικό. Σπάνια έχουν και οι δυο τον ίδιο
πνευματικό, γι’ αυτό και δεν βοηθιούνται. Έχω υπ’ όψιν μου ανδρόγυνα που
ταίριαζαν, αλλά δεν είχαν τον ίδιο πνευματικό, για να τους βοηθήσει, και χώρισαν.
Και άλλο που, ενώ δεν ταίριαζαν, επειδή είχαν τον ίδιο πνευματικό, έζησαν
αρμονικά.Βέβαια, όταν έχει όλη η οικογένεια τον ίδιο πνευματικό, αυτό είναι ακόμη
καλύτερο. Ο πνευματικός θα τους ακούσει όλους και θα χειρισθεί ανάλογα το
θέμα. Άλλοτε θα ζορίσει τον πατέρα ή την μητέρα, άλλοτε θα καλέσει τα παιδιά,
αν δεν μπορεί να βγάλει συμπέρασμα από αυτά που του λένε οι γονείς. Ή, αν το
ανδρόγυνο έχει προβλήματα και φταίει λ.χ. η γυναίκα, μπορεί να καλέσει τον
άνδρα, για να τον συμβουλέψει πως πρέπει να φερθεί, ή να ζητήσει από κάποιον
συγγενή τους ή γνωστό τους να βοηθήσει διακριτικά.

Πνευματικός από κοντά.



Όπως κανείς φροντίζει ο οικογενειακός γιατρός να βρίσκεται, όσο το δυνατόν,
κοντά του, έτσι πρέπει να φροντίσει και ο πνευματικός να βρίσκεται κοντά του.
Ένας γιατρός, όταν είναι κοντά στον άρρωστο, μπορεί να τον βοηθήσει καλύτερα

από καθηγητές πανεπιστημίου – έστω και αν δεν έχει τόση πείρα -, γιατί μπορεί να
τον παρακολουθεί συστηματικά και, αν χρειαστεί, θα τον στείλει στον ειδικό
γιατρό. Μου έκανε εντύπωση το εξής, όταν ήμουν στο Σανατόριο Πολλοί
πλούσιοι που είχαν φυματίωση έμεναν στο σπίτι τους και πήγαιναν εκεί
καθηγητές πανεπιστημίου, για να τους κάνουν θεραπεία. Αποδείχθηκε όμως ότι η
θεραπεία δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, γιατί δεν μπορούσαν να τους
παρακολουθούν συστηματικά. Γι’ αυτό αναγκάσθηκαν να δημιουργήσουν στο
Σανατόριο ξεχωριστά τμήματα, για να νοσηλεύονται εκεί, ώστε να
παρακολουθούνται συστηματικά.
Θέλω να πω ότι, όπως ο γιατρός από κοντά παρακολουθεί τον άρρωστο, όταν του
δίνη κάποια θεραπεία, βλέπει αν τα φάρμακα που του έδωσε τον βοηθούν ή έχουν
παρενέργειες κ.λπ., και ανάλογα αυξάνει ή ελαττώνει την δόση και, αν χρειαστεί,
μπορεί ακόμη και να αλλάξει την θεραπεία, έτσι και ο πνευματικός πρέπει από
κοντά να παρακολουθεί την ψυχή, γιατί κατά καιρούς παρουσιάζει διάφορες
αλλαγές και αντιδράσεις, τις οποίες από μακριά δεν μπορεί να παρακολουθήσει,
για να τον βοηθήσει αποτελεσματικά. Μια φορά είχα πει σε μια ψυχή που είχε
έναν πειρασμό: «Θα κάνης αυτό και θα δεις ότι θα το ξεπεράσεις». Πράγματι μ’
άκουσε και το ξεπέρασε. Μετά από λίγο καιρό είχε έναν τελείως αντίθετο
πειρασμό, τον αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο και ταλαιπωρήθηκε! Μπορούσε η
ευλογημένη να στείλει έναν άνθρωπο ή να γράψει ένα γράμμα, για να με ρωτήσει
τι έπρεπε να κάνη, αφού αντιμετώπιζε άλλη δυσκολία. Θα της έδινα άλλο
φάρμακο, δηλαδή άλλη συμβουλή. Δυσκολεύτηκε να με ρωτήσει, επειδή ήμουν
μακριά. Γι’ αυτό εγώ από μακριά δεν συνηθίζω να δίνω συμβουλές, αν δεν
γνωρίζω καλά τον άνθρωπο και δεν έχω στενή επικοινωνία μαζί του.

Στείλτε τους ανθρώπους στον πνευματικό.



- Γέροντα, πολλές φορές οι άνθρωποι βλέποντας ράσο μας λένε τον πόνο τους,
το πρόβλημά τους, ακόμη και εξομολόγηση. Ποια πρέπει να είναι η στάση
μας απέναντί τους;
- Εξ αρχής, όταν απευθύνονται σ’ εσάς για κάποιο πρόβλημά τους, να τους
ρωτήσετε: «Έχετε πνευματικό;». Κι εγώ στους ανθρώπους που έρχονται εκεί στο
Καλύβι να με ρωτήσουν για κάποιο θέμα λέω: «Εγώ δεν είμαι πνευματικός· να
πάτε στον πνευματικό σας και να κάνετε ότι σας πει εκείνος». Πρέπει να
μετανοήσουν οι άνθρωποι και να έχουν έναν πνευματικό να εξομολογούνται, για
να κοπούν τα δικαιώματα του διαβόλου. Να ακούσει η μοναχή μια φορά κάποια
πονεμένη γυναίκα που έχει ένα πρόβλημα και μετά να την στείλει στον
πνευματικό, αυτό το καταλαβαίνω. Όχι όμως να συνεχίζει να συζητάει μαζί της.
Ή, αν μία γυναίκα δεν αναπαύεται στον πνευματικό της ή δεν έχει πάει ποτέ για
εξομολόγηση ή βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, ας την ακούσει μια φορά και
πάλι να την στείλει στον πνευματικό και να της πει ότι εκείνη θα εύχεται.
Εκτός που δεν έχει υποχρέωση η μοναχή να τους βοηθήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο,
ακούγοντας δηλαδή συνεχώς τα προβλήματά τους, δεν βοηθιούνται κιόλας έτσι οι
άνθρωποι. Γιατί ο άνθρωπος παθαίνει τριών ειδών αλλοιώσεις: από τον εαυτό του,
από τους άλλους και από τον διάβολο. Έρχονται εδώ, βρίσκουν μια παρηγοριά
ανθρώπινη, αλλά, μόλις φύγουν από το Μοναστήρι και πάνε σπίτι, γυρίζουν πάλι
στο δικό τους και αρχίζουν τα ίδια. Και οι γυναίκες και οι άνδρες να πάνε στον
πνευματικό τους. Δεν είναι σωστό να λένε τα θέματά τους στην καλόγρια. Γιατί
μετά λένε: «τα είπα· είμαι εντάξει», αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους και δεν
πάνε στον πνευματικό. Αυτό είναι τέχνασμα του διαβόλου, για να μην
εξομολογούνται.
Πρέπει να καταλάβετε ποια είναι η αποστολή σας ως μοναχές και να μην πάτε να
κάνετε δήθεν ιεραποστολή, επειδή δεν έχετε καταλάβει την καλογερική
αποστολή. Ως μοναχοί έχουμε υποχρέωση να κάνουμε προσευχή για τα
προβλήματα των άλλων· δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να ασχοληθούμε με τα
προβλήματά τους. Ο πνευματικός έχει υποχρέωση να το κάνη αυτό, έχει και
ευθύνη. Αν συζητούν μ’ εσάς, φορτώνουν σ’ εσάς την ευθύνη. Εκείνος μπορεί να
τους παρακολουθεί από κοντά και να δίνη λύση στα προβλήματά τους. Χρειάζεται
δηλαδή δουλειά. Αυτή η δουλειά δεν είναι των μοναχών. Από μας μόνον προσευχή
να ζητάνε. Ας στέλνουν κανένα γράμμα με ονόματα, να κάνουμε κανένα
κομποσχοίνι.

Ο Θεός θέλει ο άνθρωπος, να διορθώνεται δια του ανθρώπου.





- Γέροντα, όταν αντιμετωπίζω ένα θέμα και προσεύχομαι γι’ αυτό, πως θα
καταλάβω ποιο είναι το θέλημα του Θεού;
- Το θέλημα του Θεού δεν βρίσκεται έτσι. Καλύτερα να ρωτάς για ένα πρόβλημά
σου. Να μη ζητάς πληροφορία από τον Θεό, εφόσον μπορείς να συμβουλευθείς
κάποιον άνθρωπο, γιατί μπορεί να πλανηθείς. Κάποιος πήγαινε σε μια εκκλησία,
στεκόταν μπροστά στο εικονοστάσι και έλεγε: «Παναγία μου, να πάρω χρήματα
από το κουτί;». Του έλεγε ο λογισμός: «Πάρ’ τα». «Ναι, θα τα πάρω», έλεγε και
έπαιρνε τα χρήματα. Μια – δυο – τρεις φορές, ένας επίτροπος προβληματίσθηκε.
«Τι γίνεται; Λέει. Κάποιος πρέπει να παίρνει τα χρήματα» και πήγε να
παρακολούθηση. Τι να δει; Σε λίγο ήρθε αυτός και επανέλαβε τα ίδια: «Παναγία
μου, να πάρω τα χρήματα από το κουτί;… Ναι, θα τα πάρω», είπε, οπότε τον
έπιασε ο επίτροπος.
Πάντοτε, όταν ύπαρχοι άνθρωπος πνευματικός, τον οποίο μπορείς να ρωτήσεις,
πρέπει να ρωτήσεις. Όταν δεν ύπαρχοι άνθρωπος να ρωτήσεις – λ.χ. βρίσκεσαι
στην έρημο -, αλλά ύπαρχοι μέσα σου η δίψα της υπακοής, τότε ο Καλός Θεός
γίνεται ο Ίδιος Γέροντας και σε φωτίζει και σε πληροφορεί. Δεν μπορείς, ας
υποθέσουμε, να βρεις κάποιον, για να σου εξήγηση ένα χωρίο από την Αγία
Γραφή; Τότε σε φωτίζει ο Θεός και το καταλαβαίνεις.
- Γέροντα, πως θα καταλάβει κανείς, αν κάτι που συμβαίνει στον αγώνα του
είναι από τον πειρασμό ή από δική του απροσεξία;
- Θα πάει να ρωτήσει.
- Δηλαδή μόνος του δεν μπορεί να το καταλάβει;
- Και να καταλαβαίνει κάτι, δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Εδώ και ένας που έχει
εμπειρία, πάει και ρωτάει κάποιον άλλον. Εγώ για ένα ατομικό μου θέμα πάντοτε
θα ρωτήσω. Την δική μου λύση, και σοφότερη να είναι, την θεωρώ την μεγαλύτερη
βλακεία, όταν πρόκειται για προσωπικό μου θέμα. Ούτε πάω σε κάποιον που ξέρει
τι με αναπαύει, αλλά σε κάποιον που δεν ξέρει. Βλέπεις, και ένας γιατρός, για να
είναι σίγουρος ότι έκανε καλή διάγνωση σε μια δύσκολη περίπτωση,
συμβουλεύεται και άλλον γιατρό, πόσο μάλλον ένας φοιτητής! Όσο πνευματικός
άνθρωπος κι αν είναι κανείς, και όσο καλή τακτοποίηση κι αν κάνη μόνος του στα
θέματά του, δεν μπορεί να αναπαυθεί, γιατί ο Θεός θέλει ο άνθρωπος να
βοηθιέται από τον άνθρωπο και να διορθώνεται δια του ανθρώπου. Τα οικονομάει
έτσι ο Καλός Θεός, για να ταπεινώνεται ο άνθρωπος. Πρέπει να εκθέτη κανείς
τους λογισμούς του και τις καταστάσεις που περνάει στον πνευματικό του, να τον
συμβουλεύεται και να μην αποφασίζει μόνος του για τα δύσκολα θέματα ούτε να
αντιμετωπίζει μόνος τους τις δυσκολίες που συναντάει στον αγώνα του, κάνοντας

πρόβες στον εαυτό του, γιατί ο πειρασμός θα τον μπερδέψει και θα του
δημιουργήσει προβλήματα. Μερικοί φθάνουν στο σημείο να βάζουν μόνοι τους
κανόνα στον εαυτό τους. Είναι πολύ επικίνδυνα αυτά τα πράγματα.
Όποιος δεν έχει πνευματικό, για να τον συμβουλεύεται στην πνευματική του
πορεία, μπερδεύεται, κουράζεται, καθυστερεί και δύσκολα θα φθάσει στον
προορισμό του. Αν δίνη μόνος του λύση στα προβλήματά του, όσο σοφός και αν
είναι, επειδή κινείται με αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια, μένει σκοτισμένος. Ενώ,
όποιος ταπεινώνεται και πηγαίνει με εμπιστοσύνη και αυταπάρνηση στον
πνευματικό και ζητά την γνώμη του, βοηθιέται και του δίνει την σωστή απάντηση.
Να, όταν έρχεται κάποιος με ευλάβεια, με τον λογισμό πως είμαι άγιος, ενώ εγώ
είμαι τενεκές, έχω προσέξει ότι νιώθω μέσα μου μια αλλοίωση και αυτή που του
λέω δεν είναι δικά μου. Από αυτό καταλαβαίνω ξεκάθαρα ότι ο άνθρωπος αυτός
έχει έρθει με ευλάβεια, και ο Θεός, για να μην τον αδικήσει, δίνει σ’ εμένα αυτήν
την καλή κατάσταση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν πρόκειται για ένα σοβαρό θέμα, ο
Θεός σε πληροφορεί και μπορείς να του πεις τι θα συμβεί, πότε θα συμβεί και πώς
να το αντιμετωπίσει.


Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΤΟΣ !!!




- Γνωρίζει, Γέροντα, το ταγκαλάκι τί έχουμε στην καρδιά μας;

- Ακόμη αυτό έλειψε, να γνωρίζει και καρδιές! Μόνον ο Θεός είναι καρδιογνώστης και μόνο σε ανθρώπους του Θεού αποκαλύπτει ορισμένες φορές ο Θεός – για το καλό μας – τί έχουμε στις καρδιές μας. Το ταγκαλάκι γνωρίζει τις πονηριές και τις κακίες που φυτεύει στα δικά του όργανα δεν ξέρει τους καλούς λογισμούς μας. Μόνον εκ πείρας αντιλαμβάνεται μερικά, αλλά και σ’ αυτά πέφτει έξω τις περισσότερες φορές. Και εάν δεν επιτρέψει ο Θεός να τα καταλάβει αυτά, πέφτει συνέχεια έξω σε όλα, γιατί είναι σκοτεινός ο διάβολος, ορατότης μηδέν!!! Δεν ξέρει, ας υποθέσουμε, έναν καλό λογισμό δικό μου. Αν έχω κανέναν κακό λογισμό, εκείνον τον ξέρει, γιατί ο ίδιος τον φυτεύει. Αν εγώ τώρα θέλω να πάω να κάνω κάπου μια καλοσύνη, να σώσω λ.χ. έναν άνθρωπο, ο διάβολος αυτό δεν το ξέρει. Όταν όμως εκείνος βάλει σε κάποιον έναν λογισμό και του πη: «Πήγαινε να σώσεις τον τάδε άνθρωπο», θα τον κεντήσει συγχρόνως και στην υπερηφάνεια και γι’ αυτό τον ξέρει αυτόν τον λογισμό. Αλλά και με το ότι το δέχεται ο άνθρωπος την υπερηφάνεια, δίνει δικαίωμα στον πειρασμό. Είναι πολύ λεπτά αυτά τα πράγματα! Θυμάστε το περιστατικό με τον Αββά Μακάριο; Είχε συναντήσει μια φορά τον διάβολο που επέστρεφε από την πιο κοντινή Έρημο, όπου είχε πάει, για να πειράξει τους αδελφούς, ο οποίος του είπε: «Όλοι οι αδελφοί είναι πολύ αγριεμένοι μαζί μου, εκτός από ένα που είναι φίλος μου και μου κάνει υπακοή και, όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη». «Ποιος αδελφός είναι αυτός;» τον ρώτησε ο Αββάς Μακάριος. «Θεόπεμπτος είναι το όνομά του», του απάντησε εκείνος. Πηγαίνει ο Όσιος και βρίσκει τον αδελφό. Με τρόπο τον κατάφερε να του αποκαλύψει τους λογισμούς του και τον βοήθησε. Όταν ξανασυνάντησε τον διάβολο, τον ρώτησε για τους αδελφούς και εκείνος του είπε: «Όλοι είναι πολύ αγριεμένοι μαζί μου. Και το χειρότερο, και αυτός που ήταν φίλος μου, δεν ξέρω πώς έγινε και άλλαξε και τώρα είναι ο πιο αγριεμένος από όλους». Δεν ήξερε ότι πήγε ο Αββάς Μακάριος και τον έφερε σε λογαριασμό, γιατί ο Αββάς Μακάριος είχε κινηθεί ταπεινά, από αγάπη , και δεν είχε το δικαίωμα ο διάβολος στον λογισμό εκείνον. Αν υπερηφανευόταν ο Αββάς Μακάριος, θα έδιωχνε την Χάρη του Θεού, οπότε θα είχε δικαίωμα ο διάβολος. Τότε θα το ήξερε, γιατί αυτός θα του είχε κεντήσει την υπερηφάνεια.

- Αν πη έναν καλό λογισμό του ο άνθρωπος κάπου, μπορεί ο διάβολος να τον ακούσει και να τον πειράξει μετά;

- Πώς να τον ακούσει, αφού δεν έχει «διάβολο»; Άμα όμως τον πη, για να υπερηφανευτεί, θα μπει στη μέση ο πειρασμός. Αν δηλαδή υπάρχει μια προδιάθεση υπηρηφάνειας και λέει υπερήφανα κανείς: «Θα πάω να τον σώσω αυτόν», μπαίνει ο διάβολος ενδιάμεσος και τότε αυτό το ξέρει. Ενώ, αν κινείται ταπεινά, από αγάπη, δεν το ξέρει. Χρειάζεται προσοχή. Είναι πολύ λεπτά τα πράγματα. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες ότι η πνευματική ζωή είναι «επιστήμη επιστημών».

- Πως συμβαίνει, όμως, Γέροντα, ένας μάγος να πη για τρεις κοπέλες ότι η μία θα αποκατασταθεί, η άλλη θα ατυχήσει και η άλλη θα μείνει ανύπανδρη, και να γίνει έτσι;

- Ο διάβολος έχει πείρα. Όπως, π.χ. ένας μηχανικός , όταν δη ένα σπίτι που κινδυνεύει να πέσει, είναι σε θέση να πη πόσο θα κρατήσει κ.λπ., έτσι και αυτός βλέπει κάποιον πώς βαδίζει και με την πείρα που έχει, λέει πώς θα καταλήξει.

Ο διάβολος δεν έχει εξυπνάδα είναι πολύ κουτός. Είναι όλος ένα μπέρδεμα, άκρη δεν του βρίσκεις. Κάνει και εξυπνάδες και χαζομάρες. Τα τερτίπια του είναι χονδρά. Ο Θεός οικονόμησε έτσι, για να τον καταλαβαίνουμε. Πρέπει να είναι κανείς πολύ σκοτισμένος από υπερηφάνεια, για να μην το καταλαβαίνει. Όταν έχουμε ταπείνωση, μπορούμε να καταλάβουμε τις παγίδες του διαβόλου, γιατί με την ταπείνωση φωτίζεται ο άνθρωπος και συγγενεύει με τον Θεό. Η ταπείνωση είναι που σακατεύει τον διάβολο.

« Αιτείτε και δοθήσεται ημίν »




-         Γέροντα, γιατί πρέπει να ζητάμε από τον Θεό να μας βοηθάη ,αφού ξέρει τις ανάγκες μας;
-         Γιατί υπάρχει ελευθερία. Και μάλιστα, όταν πονάμε για τον πλησίον μας και Τον παρακαλούμε να τον βοηθήση, πολύ συγκινείται ο Θεός ,γιατί τότε επεμβαίνει, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο. Ο Θεός έχει όλη την καλή διάθεση να βοηθήση τους ανθρώπους που υποφέρουν. Για να τους βοηθήση όμως, πρέπει κάποιος να Τον παρακαλέση. Γιατί, αν βοηθήση κάποιον ,χωρίς κανείς να Τον παρακαλέση, τότε ο διάβολος θα διαμαρτυρηθεί και θα πη: « Γιατί τον βοηθάς  και παραβιάζεις το αυτεξούσιο; Αφού είναι αμαρτωλός, ανήκει σε εμένα » . Εδώ βλέπει κανείς και την μεγάλη πνευματική αρχοντιά του Θεού, που ούτε στον διάβολο δίνει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί. Για αυτό θέλει να Τον παρακαλούμε, για να επεμβαίνη – και θέλει ο Θεός να επεμβαίνη αμέσως, αν είναι  για το καλό μας - , και να βοηθάη τα πλάσματά Του ανάλογα με τις ανάγκες τους. Για τον κάθε άνθρωπο ενεργεί ξεχωριστά, όπως συμφέρει στον καθέναν καλύτερα.
Ο Θεός λοιπόν αλλά και οι Άγιοι για να βοηθήσουν ,πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να το θέλη και να το ζητά ,αλλιώς δεν επεμβαίνουν. Ο Χριστός ρώτησε τον παράλυτο: « Θέλεις υγιής γενέσθαι; » . Αν δεν θέλη ο άνθρωπος ,το σέβεται ο Θεός. Αν κάποιος δεν θέλη να πάη στον παράδεισο, ο Θεός δεν τον παίρνει. Εκτός αν ήταν αδικημένος και είχε άγνοια, οπότε δικαιούται την θεία βοήθεια. Διαφορετικά , δεν θέλει να επέμβη ο Θεός. Ζητά κανείς βοήθεια ,και ο  Θεός και οι Άγιοι την δίνουν. Μέχρι να ανοιγοκλείσης τα μάτια σου ,έχουν κιόλας βοηθήσει. Μερικές φορές δεν προλαβαίνεις ούτε να τα ανοιγοκλείσης . Τόσο γρήγορα βρίσκεται ο Θεός δίπλα σου.
« Αιτείτε και δοθήσεται » , λέει η Γραφή. Αν δεν ζητάμε βοήθεια από τον Θεό , θα σπάζουμε τα μούτρα μας. Ενώ, όταν ζητάμε την θεία βοήθεια , ο Χριστός μας δένει με ένα σχοινάκι και μας συγκρατεί. Φυσάει ο αέρας από εδώ-εκεί ,αλλά, επειδή είμαστε δεμένοι, δεν κινδυνεύουμε. Όταν όμως ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει ότι ο Χριστός είναι που τον κρατάει, λύνεται πλέον από το σχοινάκι και τον χτυπούν οι άνεμοι από δω κι από κει και ταλαιπωρείται.
Να ξέρετε, μόνον τα πάθη και οι αμαρτίες είναι δικές μας . Ό,τι καλό κάνουμε είναι από τον Θεό, ό,τι ανοησίες κάνουμε είναι δικές μας. Λίγο η Χάρις του Θεού να μας αφήση, τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Όπως στην φυσική ζωή , λίγο το οξυγόνο να μας πάρη ο  Θεός ,αμέσως θα πεθάνουμε, έτσι και στην πνευματική ζωή , λίγο αν μας αφαιρέση την θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε.  Μια φορά ένιωθα στην προσευχή μια αγαλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν ένιωθα καθόλου κούραση . Όσο προσευχόμουν, ένιωθα μια γλυκιά ξεκούραση ,κάτι που δεν μπορώ να το εκφράσω. Ύστερα μου πέρασε ένας λογισμός ανθρώπινος :  Επειδή μου λείπουν δυο πλευρά και εύκολα κρυώνω, σκέφθηκα, για να μην χάσω  αυτήν την κατάσταση και να προχωρήσω όσο πάει, να πάρω ένα σάλι, να τυλιχθώ, μήπως αργότερα κρυώσω. Μόλις δέχθηκα αυτόν τον λογισμό, αμέσως σωριάστηκα κάτω. Έμεινα πεσμένος κάτω μισή ώρα περίπου και μετά μπόρεσα να σηκωθώ να πάω στο κελλί να ξαπλώσω. Προηγουμένως ,όσο προχωρούσα στην προσευχή ,ένιωθα σαν ένα πούπουλο , ένα ελάφρωμα ,μια αγαλίαση, που δεν εκφράζεται. Μόλις όμως δέχθηκα αυτόν τον  λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Αν έφερνα έναν υπερήφανο λογισμό  και έλεγα λ.χ. « ζήτημα είναι ,αν υπάρχουν δύο-τρεις σε τέτοια κατάσταση » , τότε είναι που θα πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ανθρώπινα ,όπως σκέφτεται ο κουτσός να πάρη τα δεκανίκια του , όχι δαιμονικά. Ήταν ένας φυσικός λογισμός , αλλά και πάλι είδες τι έπαθα.
Το μόνο που έχει ο άνθρωπος είναι μια διάθεση και ανάλογα με αυτήν τον βοηθάει ο Θεός. Για αυτό λέω, όσα αγαθά έχουμε είναι δώρα του Θεού. Τα έργα μας είναι μηδέν και οι αρετές μας είναι μια συνέχεια από μηδενικά. Εμείς θα προσπαθούμε να προσθέτουμε συνέχεια μηδενικά και να παρακαλούμε τον Χριστό να βάλη την μονάδα στην αρχή, για να γίνουμε πλούσιοι. Εάν δεν βάλη τη μονάδα ο Χριστός στην αρχή, χαμένος ο κόπος. 

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ή καλωσύνη βλάπτει τόν αμετανόητο.



- Γέροντα, θυμάμαι, μιά φορά μέ είχατε μαλώσει πολύ.
- Άν  χρειασθή,  πάλι  θά  σέ  μαλώσω,  γιά  νά  πάμε  όλοι  μαζί  στόν  Παράδεισο.  Τώρα  θά
λάβω δρακόντεια μέτρα!...  Κοίταξε,  έχω  τυπικό πρώτα νά δώσω στόν  άλλον  νά καταλάβη
ότι χρειάζεται τό μάλωμα καί ύστερα νά τόν μαλώσω. Καλά δέν κάνω; Έγώ, επειδή μαλώνω
τόν  άλλον,  όταν βλέπω νά  κάνη  κάτι  βαρύ,  γίνομαι  κακός. Άλλά τί  νά  κάνω;  νά αναπαύω
καθέναν στό πάθος του, γιά νά είμαι τάχα καλός μαζί του, καί μετά νά πάμε όλοι μαζί στήν
κόλαση; Ποτέ δέν μέ πειράζει ή συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή τοϋ κάνω παρατήρηση
κι  εκείνος  στενοχωριέται,  γιατί  άπό  αγάπη  τό  κάνω,  γιά  τό  καλό  του.  Βλέπω  ότι  δέν
καταλαβαίνει  πόσο  πλήγωσε  τόν  Χριστό  μέ  αυτό  πού  έκανε,  γι'  αυτό  τόν  μαλώνω.  Έγώ
πονάω,  λειώνω  εκείνη  τήν  ώρα,  άλλά  δέν μέ  πειράζει  ή  συνείδηση,  γιατί  τόν  μάλωσα.
Μπορώ νά πάω νά κοινωνήσω ήσυχος,  χωρίς  νά εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου  μιά πα-
ρηγοριά, μιά χαρά. Γιατί γιά μένα παρηγοριά καί χαρά είναι ή σωτηρία της ψυχής.
- Γέροντα, μού περνά ό λογισμός ότι μού μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δέν σηκώνω
τήν αυστηρότητα ή γιατί μού έχετε πει πολλές φορές νά κάνω κάτι καί δέν το έκανα, οπότε
μέ αφήνετε.
- Ευλογημένη ψυχή,  μέ  τήν σωτηρία  τής ψυχής  σον  θα  παίζω;  Ό  νέος  κάνει  πρόβες.  Ό
μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Νά νιώθης σιγουριά. Άν δώ κάτι στραβό, εϊτε άπό
μακριά εϊτε άπό κοντά, θά σου τό πώ. Έσύ έχε εμπιστοσύνη καί ειρήνευε. Ά, δέν μ' έχετε
καταλάβει  έμενα!  Έτσι  εύκολα  θά  αναπαύω  λογισμούς;  Όταν  βλέπω  ότι  ή  ψυχή  είναι
ευαίσθητη  ή  συγκλονίζεται  ολόκληρη  άπό  τήν  συναίσθηση  τού  σφάλματος  της,  τί  νά  πώ;
Τότε τήν παρηγορώ, γιά νά μήν πέση στήν απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα τήν καρδιά,
τότε μιλώ αυστηρά, γιά νά τήν ταρακουνήσω. Άν ένας προ-χωράη προς τόν γκρεμό καί τοϋ
λέω:  ¨προχώρα,  πολύ  καλά  πάς,  δέν  εγκληματώ;  Τό  κακό  μέ  μερικούς  είναι  πού  δέν
πιστεύουν, όταν τούς λές νά μήν ανησυχούν, καί βασανίζονται. Άν δώ κάτι κακό, πώς δέν θά
τό πώ; Πώς νά άφήσης τόν άλλον νά πάη στήν κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θά βάλης καί τις
φωνές, όταν χρειάζεται. Γιά μένα πιο καλά είναι νά μή μιλάω, άλλά δέν μπορώ, όταν έχω
ευθύνη.
Ύστερα νά προσέξη κανείς τό έξης: Μοϋ κάνεις λ.χ. ένα κακό έγώ σέ συγχωρώ. Μοϋ
ξανακάνεις  κάποιο  άλλο  κακό  πάλι  σέ  συγχωρώ.  Έγώ  είμαι  εντάξει,  άλλά,  έάν  έσύ  δέν
διορθώνεσαι, επειδή σέ συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο έάν δέν μπορής τελείως νά
διορθωθής.  Νά  προσπαθήσης  όμως  νά  διορθωθής,  όσο  μπορείς.  Όχι  νά  άναπαύης  τόν
λογισμό σου καί νά λές: ¨Άφού μέ συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα καί δέν βαριέσαι, δέν
χρειάζεται  στενοχώρια.  Μπορεί  κάποιος  νά  σφάλλη,  άλλά  άν  μετανοή,  κλαίη,  ζητάη  μέ
συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται νά διορθωθή, τότε υπάρχει ή αναγνώριση καί πρέπει καί ό
πνευματικός νά συγχωράη. Άν όμως δέν μετανοή καί συνεχίζη τήν τακτική του, δέν μπορεί
αυτός  πού  έχει  τήν  ευθύνη  τής  ψυχής  του  νά  γελάη.  Ή  καλωσύνη  τόν  αμετανόητο  τόν
βλάπτει.

Αγάπη πνευματικού προς τόν έξομολογούμενο.



Ό χαριτωμένος πνευματικός αγαπάει καί πονάει τήν ψυχή, γιατί γνωρίζει τήν μεγάλη
αξία της.  Τήν  βοηθάει  στήν  μετάνοια,  τήν  ξαλαφρώνει  μέ  τήν  εξομολόγηση,  τήν
ελευθερώνει  άπό  τό  άγχος  καί  τήν  οδηγεί  στόν  Παράδεισο.  Ό  πνευματικός  ονομάζεται
¨πατήρ³, γι' αυτό πρέπει νά προσπαθήση νά είναι αληθινός πατέρας¾ νά νουθετή μέ θεϊκή
αγάπη καί  στοργή. Νά έρχεται  στήν θέση τοϋ  κάθε έξομολογουμένου καί  νά  ζή  τόν πόνο
του,  ώστε  ό  έξομολογούμενος  νά  βλέπη  στο  πρόσωπο  του  ζωγραφισμένο  τόν  δικό  του
πόνο. Αυτό χρειάζεται ιδιαίτερα στήν εποχή μας, πού οί άνθρωποι έχουν ανάγκη άπό λίγο
δροσερό  νερό,  καί  όχι  άπό  δυνατό  ξίδι.  Οί περισσότεροι,  επειδή  δέχονται  επιδράσεις
δαιμονικές, δύσκολα δέχονται μιά πνευματική συμβουλή ή μιά παρατήρηση. Γι' αυτό καί τό
μάλωμα πρέπει νά γίνεται μέ αγάπη¾ ή υπόδειξη τοϋ σφάλματος μέ λεπτό τρόπο, μέ γέλιο ή
μέ ένα άστεϊο.
Ή  αγάπη  πληροφορεί,  ενώ  τά  ψυχικά  πάθη  προδίδουν  τόν  άνθρωπο.  Όταν  δέν
ύπάρχη αγάπη, ή παρατήρηση μπορεί νά γίνεται μέ όμορφο τρόπο, άλλά ό άλλος κλωτσάει,
γιατί  αισθάνεται  τό  ανθρώπινο  στοιχείο  στήν  συμπεριφορά  μας.  Ένώ,  όταν  τό μάλωμα
γίνεται  μέ  πόνο  καί  αγάπη,  ό  άλλος  μπορεί  νά  στενοχωριέται,  άλλά  στο  βάθος  δέν
πληγώνεται,  γιατί  νιώθει  τήν  αγάπη.  Γνωρίζω  έναν  πνευματικό  πού  είναι  αρκετά  παχύς  -
φυσικά είναι καί ή κράση του, άλλά μπορεί καί στο φαγητό λίγο νά μήν προσεχή -, ξέρετε
όμως  πόσο  πονάει  γιά  τόν  άλλον,  πόσο  ενδιαφέρεται  γιά  τούς  πονεμένους;  Αυτός  έχει
ταπείνωση,  γιατί  λέει  ότι  δέν  κάνει  άσκηση,  άλλά  παράλληλα  έχει  πολλή  καλωσύνη,  καί
έτσι πολλοί αναπαύονται περισσότερο σ' αυτόν παρά σέ έναν ασκητικό πνευματικό.
Ένας  πνευματικός, πού δέν  είναι  αποφασισμένος νά πάη ακόμη καί  στήν κόλαση  γιά  τήν
αγάπη των πνευματικών παιδιών του, δέν είναι πνευματικός.

Ό σεβασμός τής ελευθερίας τοΰ άλλον.



- Γέροντα,  είναι  δυνατόν  κανείς  συνειδητά  νά  κρύβη  μιά  πτώση  του  άπό  τόν
πνευματικό του;
- Ναί, άλλά, καί άν ξέρη ό πνευματικός τήν πτώση τον ή κάτι καταλαβαίνη, δέν συμφέρει,
ούτε  θά  τόν  ώφελήση,  νά  τοΰ  τό  πή.  Πολλές  φορές  βλέπω  στόν  αγώνα  τον  άλλου  κάτι,
καταλαβαίνω ή ξέρω τί έχει κάνει, όμως άπό σεβασμό δέν τοΰ λέω τίποτε, άν δέν μού τό πή
ό ίδιος. Τό θεωρώ εκβιασμό, ατιμία, νά τοΰ τό πώ, τήν στιγμή πού εκείνος δέν θέλει μόνος
του  νά  τό  φανέρωση.  Είναι  λεπτό  τό  θέμα,  γιατί  θά  τόν  ρεζιλέψης.  Πώς  νά  βιάσης  τόν
άλλον; Υπάρχει ελευθερία. Έκτος άν δώ ότι κινδυνεύει καί δέν πρόκειται νά βοηθηθή άπό
άλλου ή ότι έχει άγνοια καί θά σπάση τά μούτρα του, θά καταστραφή. τότε θά κοιτάξω μέ
τρόπο νά τοΰ πώ κάτι.
Είναι καλύτερα νά  δίνης στόν άλλον νά καταλαβαίνη ποΰ φταίει, εφόσον τό ζητήση,
καί νά χτυπά μόνος τον τόν παλαιό του άνθρωπο, γιατί έτσι πονά λιγώτερο. Βλέπεις, κι ένα
παιδάκι, όταν πέση μόνο του καί χτυπήση. κλαίει λιγώτερο άπ' ό,τι κλαίει, αν πέση, γιατί τό
έσπρωξε ένα άλλο παιδί. Γιά νά πή κανείς στόν άλλον νά κάνη κάτι, πρέπει αυτός πού θά τό
άκούση νά είναι ταπεινός καί αυτός πού θά τό πή νά είναι δέκα φορές πιο ταπεινός καί νά
προσπαθή νά τό έφαρμόζη αυτό πού θά πή. θά κάνω ενάμισι έγώ, γιά νά πώ στόν άλλον νά
κάνη ένα. καί πάλι θά σκεφθώ άν τό πώ.
Βέβαια,  ό  έλεγχος  γίνεται  πάντοτε  σε  άνθρωπο  που είναι  δικός  σου  ή  γνωστός.  Ό
πνευματικός  θά  δή  τί  δικαιώματα  τοΰ  έδωσε  ό  άλλος  καί  τί  ευθύνη  έχει  γι'  αύτον  καί
ανάλογα θά φερθή. Όταν έχη αναλάβει τήν ευθύνη τής ψυχής, τότε επιβάλλεται ό έλεγχος,
φυσικά  μέ  διάκριση.  Δέν  βοηθάει  όμως  νά  κάνης  στόν  άλλον  τόν  δάσκαλο  καί  νά  τόν
έλέγχης  γιά  τις  συνήθειες  του,  άν  εκείνος  δέν  σου  δώση  τό  δικαίωμα.  Είναι  σαν  νά  μπή
κάποιος  στο  κελλί  μου  και  νά  μοϋ  άλλάξη  τά πράγματα, νά μοϋ βάλη τό  κανδήλι  εδώ,  τό
κρεββάτι έκεϊ, νά κρέμαση τό κομποσχοίνι άλλου, χωρίς νά μέ ρωτήση.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Αντιμετώπιση περιπτώσεων απελπισίας.



Ήρθε  κάποιος  νεαρός  αναστατωμένος  καί  μοϋ  είπε:  ¨Γέροντα,  δέν  πρόκειται  νά
διορθωθώ. Μοϋ είπε ό πνευματικός μου: "αυτά είναι καί κληρονομικά...". Τόν είχε πιάσει
απελπισία.  Έγώ,  όταν  μοϋ  πή  κάποιος  ότι  έχει  προβλήματα  κ.λπ.,  θά  τοϋ  πώ:¨  Αυτό
συμβαίνει  γι'  αυτόν  καί  γι'  αυτόν  τόν  λόγο  γιά  ν'  άλλάξης,  πρέπει  νά  κάνης  εκείνο  κι
εκείνο³. Έχει λ.χ. κάποιος έναν λογισμό πού τόν βασανίζει καί δέν κοιμάται, παίρνει χάπια
γιά τό κεφάλι, γιά τό στομάχι καί μέ ρωτάει: ¨Νά κόψω τά χάπια;. ¨Όχι, τοϋ λέω, νά μήν
κόψης τά χάπια. Νά πετάξης τόν λογισμό πού σέ βασανίζει καί ύστερα νά τά κόψης. Αν δέν
πετάξης  τόν  λογισμό,  έτσι  θά  πάς  θά  ταλαιπωρήσαι.  Γιατί,  τί  θά  ώφελήση  νά  κόψη  τά
χάπια, όταν κρατάη μέσα του τόν λογισμό πού τόν βασανίζει;
Καλά είναι ό πνευματικός νά μή φθάνη μέχρι του σημείου νά άνάβη κόκκινο φως νά
ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει καί ό άλλος νά δουλεύη σωστά, γιά νά
βοηθηθή. Ένας  νεαρός  ζόρισε  κάποια φορά  τήν  αρραβωνιαστικιά του  - ποιος  ξέρει  τί  της
έλεγε; -καί εκείνη άπό τήν αγανάκτηση της πήρε τό αυτοκίνητο καί έφυγε καί στόν δρόμο
σκοτώθηκε. Μετά ό νεαρός ήθελε νά  αύτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία καί
σκοτώθηκε ή κοπέλα. Όταν ήρθε καί μου τό είπε, άν καί στήν ουσία είχε κάνει έγκλημα, τόν
παρηγόρησα  καί  τόν  έφερα  σέ  λογαριασμό.  Έπειτα  όμως τό  έρριξε  τελείως  έξω,  έγινε
τελείως αδιάφορος, βρήκε έν τω μεταξύ καί μιά άλλη. "Οταν ξαναήρθε μετά άπό δύο-τρία
χρόνια,  τού έδωσα ένα τράνταγμα γερό,  γιατί  τότε  δέν υπήρχε κίνδυνος  νά  αύτοκτονήση.
Χρειαζόταν τό τράνταγμα, άφού δέν υπήρχε αναγνώριση. ¨Δέν καταλαβαίνεις, τού είπα, ότι
έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία καί σκοτώθηκε ή κοπέλα;. Άν δούλευε σωστά, θά συνέχιζε νά
ύποφέρη,  άλλά  θά  ανταμειβόταν  μέ  θεϊκή  παρηγοριά  δέν  θά  έφθανε  σ'  αυτήν  τήν
κατάσταση τήν άλήτικη τής αδιαφορίας.
Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα καί πέφτει στήν απελπισία.
Εκείνη τήν στιγμή μπορεί νά τόν παρηγόρησης, άλλά, γιά νά μή βλαφθή, χρειάζεται καί τό
δικό  του  φιλότιμο.  Μιά  φορά  είχε  έρθει  στο  Καλύβι  ένα  νέο  παιδί  απελπισμένο,  γιατί
έπεφτε σέ σαρκική αμαρτία καί δέν μπορούσε νά απαλλαγή άπό αυτό τό πάθος. Είχε πάει
σέ δυο πνευματικούς πού προσπάθησαν μέ αυστηρό τρόπο νά τό βοηθήσουν νά καταλάβη
ότι είναι βαρύ αυτό πού κάνει. Τό παιδί απελπίσθηκε. ¨Άφού ξέρω ότι αυτό πού κάνω είναι
αμαρτία, είπε, καί δέν μπορώ νά σταματήσω νά τό κάνω καί νά διορθωθώ, θά κόψω κάθε
σχέση  μου  μέ  τόν  Θεό.  Όταν  άκουσα  τό  πρόβλημα  του,  τό  πόνεσα  τό  καημένο  καί  τού
είπα: ¨Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ νά μήν ξεκινάς τον αγώνα σου άπό αυτά πού δέν μπορείς
νά κάνης, άλλά άπό αυτά πού μπορείς νά κάνης. Γιά νά δούμε τί μπορείς νά κάνης, καί νά
άρχίσης  άπό  αυτά.  Μπορείς  νά  εκκλησιάζεσαι  κάθε  Κυριακή;.  ¨Μπορώ,  μού  λέει.
¨Μπορείς  νά  νηστεύης  κάθε  Τετάρτη  και  Παρασκευή;³.  ¨Μπορώ³.  ¨Μπορείς  νά  δίνης
ελεημοσύνη τό ένα δέκατο άπό τόν μισθό σου ή νά επισκέπτεσαι άρρωστους καί νά τούς
βοηθάς;. ¨Μπορώ. ¨Μπορείς νά προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι άν αμάρτησες, καί νά
λές  "Θεέ  μου, σώσε τήν ψυχή μου";. ¨Θά τό  κάνω,  Γέροντα, μού λέει. ¨Άρχισε λοιπόν,
τοΰ λέω, άπό σήμερα νά κάνης όλα αυτά πού μπορείς, καί ό παντοδύναμος Θεός θά κάνη
τό ένα πού δέν μπορείς. Τό καημένο ηρέμησε καί συνέχεια έλεγε: ¨Σ' ευχαριστώ, πάτερ.
Είχε, βλέπεις, φιλότιμο καί ό Καλός Θεός τό βοήθησε.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Αυστηρότητα στούς αναιδείς, επιείκεια στους φιλότιμους.



Αν ένας άνθρωπος έχη αγαθή προαίρεση, άλλά δέν βοηθήθηκε άπό μικρός, δέν είναι
κολακεία νά τοϋ πής τά καλά πού βλέπεις σ' αυτόν, γιατί κατ' αυτόν  τόν τρόπο βοηθιέται
καί  αλλοιώνεται,  επειδή  δικαιούται  καί  τήν  θεία  βοήθεια.  Είπα  σέ  κάποιον:  ¨Έσύ  είσαι
καλός. Δέν ταιριάζουν σ' εσένα αυτά πού κάνεις. Τοϋ τό είπα αυτό, γιατί είδα τό καλό του
χωράφι  καί  τόν  κακό  σπόρο  πού  είχε  ρίξει.  Είδα  ότι  εσωτερικά ήταν  καλός  καί,  ό,τι  κακό
έκανε, ήταν εξωτερικό. Δέν τοΰ είπα: ¨είσαι καλός, γιά νά τόν κολακέψω, άλλά γιά νά τον
βοηθήσω, νά τοϋ κινήσω τό φιλότιμο.
Μερικοί έχουν τό εξής τυπικό: Έχει, δέν έχει ό άλλος κάποιο χάρισμα, τοΰ λένε: ¨δέν
έχεις  χάρισμα,  δήθεν  γιά  νά  μήν  ύπερηφανευθή  καί  βλαφθή.  Ένα  ίσοπέδωμα  δηλαδή.
Όταν  όμως  απελπίζεται  ό  άλλος  γιά  τό  κακό  πού  κάνει,  απελπίζεται  καί  γιά  τό  καλό πού
έχει, τότε πώς θά ξεθαρρέψη, γιά νά άγωνισθή μέ προθυμία; Ένώ, άν τοϋ πής τά καλά πού
έχει  καί  τοΰ  καλλιεργήσης  τό  φιλότιμο  καί  τήν  αρχοντιά,  βοηθιέται,  αναπτύσσεται  καί
προχωράει.
Έγώ  έχω  τυπικό,  όταν  βλέπω  ότι  κάποιος  έχει  ένα  χάρισμα  ή  ότι  πάει  καλά  στόν
αγώνα του, νά τοϋ τό λέω καί, όταν βλέπω κάτι στραβό, νά παίρνω βρεγμένη σανίδα... Δέν
σκέφτομαι μήπως βλαφτή ή ψυχή μέ  τόν πρώτο ή  τόν  δεύτερο  τρόπο,  επειδή  καί  οί δύο
τρόποι  έχουν  αγάπη.  Άν  βλαφθή  άπό  τήν  συμπεριφορά  μου,  αυτό  σημαίνει  ότι  θά  έχη
βλάβη. Άν π.χ. ή εικόνα πού έκανε μιά αδελφή είναι καλή, θά της πώ ότι είναι καλή. Άν δώ
ότι ύπερηφανεύθηκε καί αρχίζει νά άποκτάη αναίδεια, θά της δώσω μιά καί θά τήν κάνω
πέρα.  Φυσικά,  άν  ύπερηφανευθή,  θά  κάνη  μετά  καρικατούρες,  οπότε  θά  φάη  άλλο
μάλωμα. Άν ταπεινωθή ξανά, θά κάνη πάλι καλή δουλειά. Έμενα αρρωστημένα πράγματα
δέν μέ αναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δέν τά μπορώ. Θά τά κάνω έτσι άπό 'δώ,
έτσι άπό 'κεΐ, ώστε νά βρουν τήν θέση τους. Τί; θά οικονομάω αρρωστημένες καταστάσεις;
- Γέροντα, όταν ό αναιδής γίνεται πιο αναιδής άπό τό ενδιαφέρον πού τού δείχνεις,
πώς θά τόν βοηθήσης;
- Νά  σοΰ  πώ:  όταν  βλέπω  ότι  ό  άλλος  δέν  βοηθιέται  άπό  τό  ενδιαφέρον  μου,  τήν
καλωσύνη, τήν αγάπη, τότε λέω ότι δέν έχω συγγένεια μαζί του καί αναγκάζομαι νά μήν τοϋ
φέρωμαι  μέ  καλωσύνη.  Κανονικά,  όσο  καλωσύνη  σοϋ  δείχνουν,  τόσο  πρέπει  νά
αλλοιώνεσαι, νά διαλύεσαι, νά λειώνης.
Παλιά τί είχε συμβή μέ κάποιον. Στήν άρχή, γιά νά τόν βοηθήσω, αναγκάστηκα νά τοϋ
πώ  μερικά  θεια  γεγονότα  πού  είχα  ζήσει.  Άντί  όμως  νά πή:  ¨Θεέ  μου,  πώς  νά  Σέ
ευχαριστήσω γι' αυτήν τήν παρηγοριά κ.λπ.³ καί νά διαλυθή, πήρε θάρρος καί φερόταν μέ
αναίδεια.  Τότε  κράτησα  μιά  αυστηρή  στάση.  ¨Θά  τόν  βοηθώ,  είπα,  άπό  μακριά  μέ  τήν
προσευχή³. Αυτό τό έκανα, όχι γιατί δέν τόν άγαποϋσα, άλλά γιατί αυτός ό τρόπος θά τόν
βοηθούσε.
- Καί άν, Γέροντα, καταλάβη, τό λάθος του καί ζητήση συγγνώμη;
- Αν τό καταλάβη, εντάξει, μπορούμε νά συνεννοηθούμε. Διαφορετικά, άν δέν βοηθιέται
άπό  τό  φιλότιμο  μου,  δέν  βρίσκω  ανταπόκριση,  καί  δέν  έχω  συγγένεια  μαζί  του.  Όταν  ό
άλλος  έχη  ευλάβεια,  ταπείνωση,  δέν  έχη  αναίδεια,  κι  έσϋ  κινείσαι  άπλά.  Έγώ  εξ  αρχής
φέρομαι  σέ  όλους  μέ  άνεση  καί  απλότητα.  Δέν  φέρομαι  περιορισμένα,  δήθεν  γιά  νά  μή
δώσω  θάρρος  στον  άλλον  καί  τόν  βλάψω.  Δίνομαι  ολόκληρος,  γιά  νά  βοηθηθή,  νά
άναπτυχθή μέσα σ' ένα κλίμα αγάπης, καί σιγά-σιγά τοϋ λέω τά κουσούρια του. Τόν θεωρώ
αδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ανάλογα μέ τήν ηλικία του. Κάνω λιακάδα, γιά νά
βγουν  όλα  τά  φίδια,  οί  σκορπιοί,  τά σκαθάρια - τά πάθη -,  καί ύστερα τόν βοηθάω νά  τά
σκοτώση.  Άν  όμως  δώ  ότι  δέν  τό  εκτιμάει  αυτό  καί  δέν  βοηθιέται  άπό  τήν  συμπεριφορά
μου, άλλά εκμεταλλεύεται τήν απλότητα μου καί τήν αληθινή αγάπη μου καί αρχίζει νά φέ-
ρεται  μέ  αναίδεια,  τραβιέμαι  σιγά-σιγά,  γιά  νά  μή  γίνη  περισσότερο  αναιδής.  Άλλά  στήν
αρχή  δίνομαι  ολόκληρος,  γι'  αυτό  μετά  έχω  αναπαυμένη  τήν  συνείδηση  μου.  Μιά  φορά
στήν Μονή Στομίου είχα πάρει ένα παιδί, γιά  νά τό βοηθήσω, νά τοΰ μάθω καί τήν τέχνη
τοϋ  μαραγκού.  Τοϋ  φερόμουν  μέ  πολλή  καλωσύνη,  τόν  είχα  σάν  αδελφό.  Έβλεπα  όμως
μερικά πράγματα  πού  δέν  μέ  άνέπαυαν.  Μιά  φορά  τόν  ρωτάω:  ¨Τί  ώρα  εΐναι;.  ¨Μέ  τά
μυαλά τά δικά σου πάει τό ρολόι!, μοϋ λέει. Έ, τότε είπα: ¨Δέν συμφέρει νά συνεχίσω έτσι.
Θά συμμαζέψω σιγά-σιγά "τά μυαλά μου", γιατί δέν ωφελείται³. Κανονικά αυτός, αν ήταν
φιλότιμος, έτσι όπως τοϋ φερόμουν, έπρεπε νά διαλυθή. Άλλά είδα ότι δέν μέ χωρούσε, δέν
μέ  καταλάβαινε.  Ύστερα  μόνος  του  έφυγε  δέν  τόν  έδιωξα.  Βλέπεις,  ή  ανοχή,  ή  αγάπη
κάνουν τόν αναιδή πιο αναιδή και τόν φιλότιμο πιό φιλότιμο.

Ή καλωσύνη βλάπτει τόν αμετανόητο.



- Γέροντα, θυμάμαι, μιά φορά μέ είχατε μαλώσει πολύ.
- Άν  χρειασθή,  πάλι  θά  σέ  μαλώσω,  γιά  νά  πάμε  όλοι  μαζί  στόν  Παράδεισο.  Τώρα  θά
λάβω δρακόντεια μέτρα!...  Κοίταξε,  έχω  τυπικό πρώτα νά δώσω στόν  άλλον  νά καταλάβη
ότι χρειάζεται τό μάλωμα καί ύστερα νά τόν μαλώσω. Καλά δέν κάνω; Έγώ, επειδή μαλώνω
τόν  άλλον,  όταν βλέπω νά  κάνη  κάτι  βαρύ,  γίνομαι  κακός. Άλλά τί  νά  κάνω;  νά αναπαύω
καθέναν στό πάθος του, γιά νά είμαι τάχα καλός μαζί του, καί μετά νά πάμε όλοι μαζί στήν
κόλαση; Ποτέ δέν μέ πειράζει ή συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή τοϋ κάνω παρατήρηση
κι  εκείνος  στενοχωριέται,  γιατί  άπό  αγάπη  τό  κάνω,  γιά  τό  καλό  του.  Βλέπω  ότι  δέν
καταλαβαίνει  πόσο  πλήγωσε  τόν  Χριστό  μέ  αυτό  πού  έκανε,  γι'  αυτό  τόν  μαλώνω.  Έγώ
πονάω,  λειώνω  εκείνη  τήν  ώρα,  άλλά  δέν μέ  πειράζει  ή  συνείδηση,  γιατί  τόν  μάλωσα.
Μπορώ νά πάω νά κοινωνήσω ήσυχος,  χωρίς  νά εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου  μιά πα-
ρηγοριά, μιά χαρά. Γιατί γιά μένα παρηγοριά καί χαρά είναι ή σωτηρία της ψυχής.
- Γέροντα, μού περνά ό λογισμός ότι μού μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δέν σηκώνω
τήν αυστηρότητα ή γιατί μού έχετε πει πολλές φορές νά κάνω κάτι καί δέν το έκανα, οπότε
μέ αφήνετε.
- Ευλογημένη ψυχή,  μέ  τήν σωτηρία  τής ψυχής  σον  θα  παίζω;  Ό  νέος  κάνει  πρόβες.  Ό
μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Νά νιώθης σιγουριά. Άν δώ κάτι στραβό, εϊτε άπό
μακριά εϊτε άπό κοντά, θά σου τό πώ. Έσύ έχε εμπιστοσύνη καί ειρήνευε. Ά, δέν μ' έχετε
καταλάβει  έμενα!  Έτσι  εύκολα  θά  αναπαύω  λογισμούς;  Όταν  βλέπω  ότι  ή  ψυχή  είναι
ευαίσθητη  ή  συγκλονίζεται  ολόκληρη  άπό  τήν  συναίσθηση  τού  σφάλματος  της,  τί  νά  πώ;
Τότε τήν παρηγορώ, γιά νά μήν πέση στήν απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα τήν καρδιά,
τότε μιλώ αυστηρά, γιά νά τήν ταρακουνήσω. Άν ένας προ-χωράη προς τόν γκρεμό καί τοϋ
λέω:  ¨προχώρα,  πολύ  καλά  πάς,  δέν  εγκληματώ;  Τό  κακό  μέ  μερικούς  είναι  πού  δέν
πιστεύουν, όταν τούς λές νά μήν ανησυχούν, καί βασανίζονται. Άν δώ κάτι κακό, πώς δέν θά
τό πώ; Πώς νά άφήσης τόν άλλον νά πάη στήν κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θά βάλης καί τις
φωνές, όταν χρειάζεται. Γιά μένα πιο καλά είναι νά μή μιλάω, άλλά δέν μπορώ, όταν έχω
ευθύνη.
Ύστερα νά προσέξη κανείς τό έξης: Μοϋ κάνεις λ.χ. ένα κακό έγώ σέ συγχωρώ. Μοϋ
ξανακάνεις  κάποιο  άλλο  κακό  πάλι  σέ  συγχωρώ.  Έγώ  είμαι  εντάξει,  άλλά,  έάν  έσύ  δέν
διορθώνεσαι, επειδή σέ συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο έάν δέν μπορής τελείως νά
διορθωθής.  Νά  προσπαθήσης  όμως  νά  διορθωθής,  όσο  μπορείς.  Όχι  νά  άναπαύης  τόν
λογισμό σου καί νά λές: ¨Άφού μέ συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα καί δέν βαριέσαι, δέν
χρειάζεται  στενοχώρια.  Μπορεί  κάποιος  νά  σφάλλη,  άλλά  άν  μετανοή,  κλαίη,  ζητάη  μέ
συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται νά διορθωθή, τότε υπάρχει ή αναγνώριση καί πρέπει καί ό
πνευματικός νά συγχωράη. Άν όμως δέν μετανοή καί συνεχίζη τήν τακτική του, δέν μπορεί
αυτός  πού  έχει  τήν  ευθύνη  τής  ψυχής  του  νά  γελάη.  Ή  καλωσύνη  τόν  αμετανόητο  τόν
βλάπτει.

Ό σεβασμός τής ελευθερίας τοΰ άλλον.



- Γέροντα,  είναι  δυνατόν  κανείς  συνειδητά  νά  κρύβη  μιά  πτώση  του  άπό  τόν
πνευματικό του;
- Ναί, άλλά, καί άν ξέρη ό πνευματικός τήν πτώση τον ή κάτι καταλαβαίνη, δέν συμφέρει,
ούτε  θά  τόν  ώφελήση,  νά  τοΰ  τό  πή.  Πολλές  φορές  βλέπω  στόν  αγώνα  τον  άλλου  κάτι,
καταλαβαίνω ή ξέρω τί έχει κάνει, όμως άπό σεβασμό δέν τοΰ λέω τίποτε, άν δέν μού τό πή
ό ίδιος. Τό θεωρώ εκβιασμό, ατιμία, νά τοΰ τό πώ, τήν στιγμή πού εκείνος δέν θέλει μόνος
του  νά  τό  φανέρωση.  Είναι  λεπτό  τό  θέμα,  γιατί  θά  τόν  ρεζιλέψης.  Πώς  νά  βιάσης  τόν
άλλον; Υπάρχει ελευθερία. Έκτος άν δώ ότι κινδυνεύει καί δέν πρόκειται νά βοηθηθή άπό
άλλου ή ότι έχει άγνοια καί θά σπάση τά μούτρα του, θά καταστραφή. τότε θά κοιτάξω μέ
τρόπο νά τοΰ πώ κάτι.
Είναι καλύτερα νά  δίνης στόν άλλον νά καταλαβαίνη ποΰ φταίει, εφόσον τό ζητήση,
καί νά χτυπά μόνος τον τόν παλαιό του άνθρωπο, γιατί έτσι πονά λιγώτερο. Βλέπεις, κι ένα
παιδάκι, όταν πέση μόνο του καί χτυπήση. κλαίει λιγώτερο άπ' ό,τι κλαίει, αν πέση, γιατί τό
έσπρωξε ένα άλλο παιδί. Γιά νά πή κανείς στόν άλλον νά κάνη κάτι, πρέπει αυτός πού θά τό
άκούση νά είναι ταπεινός καί αυτός πού θά τό πή νά είναι δέκα φορές πιο ταπεινός καί νά
προσπαθή νά τό έφαρμόζη αυτό πού θά πή. θά κάνω ενάμισι έγώ, γιά νά πώ στόν άλλον νά
κάνη ένα. καί πάλι θά σκεφθώ άν τό πώ.
Βέβαια,  ό  έλεγχος  γίνεται  πάντοτε  σε  άνθρωπο  που είναι  δικός  σου  ή  γνωστός.  Ό
πνευματικός  θά  δή  τί  δικαιώματα  τοΰ  έδωσε  ό  άλλος  καί  τί  ευθύνη  έχει  γι'  αύτον  καί
ανάλογα θά φερθή. Όταν έχη αναλάβει τήν ευθύνη τής ψυχής, τότε επιβάλλεται ό έλεγχος,
φυσικά  μέ  διάκριση.  Δέν  βοηθάει  όμως  νά  κάνης  στόν  άλλον  τόν  δάσκαλο  καί  νά  τόν
έλέγχης  γιά  τις  συνήθειες  του,  άν  εκείνος  δέν  σου  δώση  τό  δικαίωμα.  Είναι  σαν  νά  μπή
κάποιος  στο  κελλί  μου  και  νά  μοϋ  άλλάξη  τά πράγματα, νά μοϋ βάλη τό  κανδήλι  εδώ,  τό
κρεββάτι έκεϊ, νά κρέμαση τό κομποσχοίνι άλλου, χωρίς νά μέ ρωτήση.

Αγάπη πνευματικού προς τόν έξομολογούμενο.



Ό χαριτωμένος πνευματικός αγαπάει καί πονάει τήν ψυχή, γιατί γνωρίζει τήν μεγάλη
αξία της.  Τήν  βοηθάει  στήν  μετάνοια,  τήν  ξαλαφρώνει  μέ  τήν  εξομολόγηση,  τήν
ελευθερώνει  άπό  τό  άγχος  καί  τήν  οδηγεί  στόν  Παράδεισο.  Ό  πνευματικός  ονομάζεται
¨πατήρ, γι' αυτό πρέπει νά προσπαθήση νά είναι αληθινός πατέρας νά νουθετή μέ θεϊκή
αγάπη καί  στοργή. Νά έρχεται  στήν θέση τοϋ  κάθε έξομολογουμένου καί  νά  ζή  τόν πόνο
του,  ώστε  ό  έξομολογούμενος  νά  βλέπη  στο  πρόσωπο  του  ζωγραφισμένο  τόν  δικό  του
πόνο. Αυτό χρειάζεται ιδιαίτερα στήν εποχή μας, πού οί άνθρωποι έχουν ανάγκη άπό λίγο
δροσερό  νερό,  καί  όχι  άπό  δυνατό  ξίδι.  Οί περισσότεροι,  επειδή  δέχονται  επιδράσεις
δαιμονικές, δύσκολα δέχονται μιά πνευματική συμβουλή ή μιά παρατήρηση. Γι' αυτό καί τό
μάλωμα πρέπει νά γίνεται μέ αγάπη¾ ή υπόδειξη τοϋ σφάλματος μέ λεπτό τρόπο, μέ γέλιο ή
μέ ένα άστεϊο.
Ή  αγάπη  πληροφορεί,  ενώ  τά  ψυχικά  πάθη  προδίδουν  τόν  άνθρωπο.  Όταν  δέν
ύπάρχη αγάπη, ή παρατήρηση μπορεί νά γίνεται μέ όμορφο τρόπο, άλλά ό άλλος κλωτσάει,
γιατί  αισθάνεται  τό  ανθρώπινο  στοιχείο  στήν  συμπεριφορά  μας.  Ένώ,  όταν  τό μάλωμα
γίνεται  μέ  πόνο  καί  αγάπη,  ό  άλλος  μπορεί  νά  στενοχωριέται,  άλλά  στο  βάθος  δέν
πληγώνεται,  γιατί  νιώθει  τήν  αγάπη.  Γνωρίζω  έναν  πνευματικό  πού  είναι  αρκετά  παχύς  -
φυσικά είναι καί ή κράση του, άλλά μπορεί καί στο φαγητό λίγο νά μήν προσεχή -, ξέρετε
όμως  πόσο  πονάει  γιά  τόν  άλλον,  πόσο  ενδιαφέρεται  γιά  τούς  πονεμένους;  Αυτός  έχει
ταπείνωση,  γιατί  λέει  ότι  δέν  κάνει  άσκηση,  άλλά  παράλληλα  έχει  πολλή  καλωσύνη,  καί
έτσι πολλοί αναπαύονται περισσότερο σ' αυτόν παρά σέ έναν ασκητικό πνευματικό.
Ένας  πνευματικός, πού δέν  είναι  αποφασισμένος νά πάη ακόμη καί  στήν κόλαση  γιά  τήν
αγάπη των πνευματικών παιδιών του, δέν είναι πνευματικός.

Να αποκτήσουμε την εσωτερική ησυχία.



Σκοπός είναι ο άνθρωπος να τα αξιοποιήση όλα για αγώνα. Να προσπαθήση να αποκτήση την εσωτερική ησυχία. Να αξιοποιήση τον θόρυβο βάζοντας δεξιό λογισμό. Όλη η βάση είναι η καλή αντιμετώπιση. Όλα με καλούς λογισμούς να τα αντιμετωπίζη. Μέσα στον θόρυβο, αν πετύχη την εσωτερική ησυχία, έχει πολλή αξία. Αν δεν πετύχη την ησυχία μέσα στην ανησυχία, ούτε στην ησυχία θα ησυχάση. Όταν έρθη στον άνθρωπο η εσωτερική ησυχία, ησυχάζουν όλα μέσα του, και τίποτε δεν τον ενοχλεί. Αν θέλη την εξωτερική ησυχία, για να ησυχάση εσωτερικά, όταν βρεθή στην ησυχία, την ημέρα θα πάρη ένα καλάμι και θα διώχνη τα τζιτζίκια και το βράδυ θα διώχνη τα τσακάλια, για να μην τον ενοχλούν. Θα διώχνη δηλαδή αυτά που θα μαζεύη ο διάβολος. Τι νομίζετε; Ποια είναι η δουλειά του; Όλα μας τα φέρνει ανάποδα ο διάβολος, μέχρι που μας αναποδογυρίζει.
Σε μια Σκήτη δύο γεροντάκια πήραν ένα γαϊδουράκι που είχε ένα κουδουνάκι. Ένας νέος με ησυχαστικές τάσεις παραπονιόταν για το κουδουνάκι που είχε το ζώο και πήρε όλους τους Κανόνες, για να αποδείξη ότι δεν επιτρέπεται να έχουν γαϊδουράκι στην Σκήτη! Οι άλλοι Πατέρες είπαν ότι δεν τους ενοχλεί. Του λέω: “Δεν φθάνει εκεί πέρα που δεν μας απασχολούν τα γεροντάκια, αλλά εξυπηρετούνται με το γαϊδουράκι; Αν δεν είχε κουδουνάκι και το έχαναν, θα έπρεπε να πάμε εμείς να το βρούμε. Παραπονιόμαστε κιόλας;” Αν δεν έχουμε έτσι καλούς λογισμούς και δεν αξιοποιήσουμε τα πάντα στα πνευματικά, τότε και σε Αγίους κοντά να πάμε, δεν θα κάνουμε προκοπή. Βρέθηκα λ.χ. σε στρατόπεδο; Να αξιοποιήσω την σάλπιγγα σαν καμπάνα και το όπλο να μου θυμίζη τα πνευματικά όπλα κατά του διαβόλου. Εάν δεν τα αξιοποιήσουμε όλα στα πνευματικά, θα μας ενοχλή ακόμη και η καμπάνα. Ή εμείς θα τα αξιοποιήσουμε ή ο διάβολος θα τα εκμεταλλευθή. Ο ανήσυχος και στην έρημο θα μεταφέρη τον ανήσυχο εαυτό του. Πρώτα απ' όλα η ψυχή θα πρέπη να αποκτήση την εσωτερική ησυχία μέσα στην εξωτερική ανησυχία, για να μπορέση να ησυχάση έξω στην ησυχία.

Καλοί λογισμοί, το αντίδοτο του θορύβου.



Φυσικά, επειδή οι σημερινοί άνθρωποι χρησιμοποιούν, δυστυχώς, θορυβώδη μέσα ακόμη και για μικρές εξυπηρετήσεις, αν βρεθή κανείς για ένα διάστημα κάπου που έχει φασαρία, θα πρέπη να καλλιεργήση καλούς λογισμούς. Δεν μπορείς να πης, “μη χρησιμοποιής αυτό, μη χρησιμοποιής εκείνο, γιατί κάνει θόρυβο”, αλλά να φέρνης αμέσως καλό λογισμό. Π.χ. ακούς ψεκαστήρα και νομίζεις περνά ελικόπτερο. Να σκεφθής: “Μπορεί να ήταν αυτήν την ώρα μια αδελφή άρρωστη βαριά και να ερχόταν ένα ελικόπτερο να την πάρη για το νοσοκομείο. Τι στενοχώρια θα είχα τότε; Δόξα τω Θεώ, είμαστε όλες καλά”. Εδώ χρειάζεται το μυαλό και η εξυπνάδα, η τέχνη να φέρης καλό λογισμό. Ακούς π.χ. τον θόρυβο της μπετονιέρας, του αναβατόρ κ.λπ. Να πεις: “Δόξα σοι ο Θεός, δεν γίνεται βομβαρδισμός, δεν γκρεμίζονται σπίτια. Οι άνθρωποι έχουν ειρήνη και χτίζουν σπίτια”.
- Και όταν, Γέροντα, είναι χαλασμένα τα νεύρα;
- Χαλασμένα τα νεύρα; Τι θα πη αυτό; Μήπως είναι χαλασμένος ο λογισμός; Το πιο καλό απ' όλα είναι ο καλός λογισμός. Κάποιος κοσμικός είχε φτιάξει σπίτι σε ένα ήσυχο μέρος. Αργότερα από την μια μεριά έγινε γκαράζ, από την άλλη δρόμος και από την άλλη ένα κοσμικό κέντρο. Μέχρι τα μεσάνυχτα νταούλια. Δεν μπορούσε ο καημένος να κοιμηθή, έβαζε ωτασπίδες στ' αυτιά, άρχισε να παίρνη και χάπια. Κόντευε να τρελλαθή. Ήρθε και με βρήκε. “Γέροντα, αυτό και αυτό, μου λέει, δεν μπορούμε να ησυχάσουμε. Τι να κάνω; Σκέφτομαι να φτιάξω άλλο σπίτι”. “Να βάλης καλό λογισμό, του λέω. Να σκέφτεσαι, αν γινόταν πόλεμος και στο γκαράζ έφτιαχναν τα τανκς, δίπλα ήταν νοσοκομείο και έφερναν τα ασθενοφόρα τους τραυματίες και εσένα σου έλεγαν: “Κάθησε εδώ. Σου εξασφαλίζουμε την ζωή, δεν θα σε πειράξουμε. Μπορείς να βγαίνης από το σπίτι σου ελεύθερα μόνο στην ακτίνα που είναι κτισμένα αυτά, γιατί εκεί δεν θα πέση σφαίρα” ή “Να μείνης στο σπίτι σου και δεν θα σε ενοχλήση κανείς”, μικρό πράγμα θα ήταν αυτό; Δεν θα το θεωρούσες ευλογία; Γι' αυτό τώρα να πης: “Δόξα σοι ο Θεός, δεν γίνεται πόλεμος, ο κόσμος είναι καλά και κάνει τις δουλειές του. Στο γκαράζ αντί τανκς φτιάχνουν τα αυτοκίνητά τους οι άνθρωποι. Δόξα σοι ο Θεός, δεν υπάρχει νοσοκομείο, τραυματίες κ.λπ. Δεν περνούν τανκς, αυτοκίνητα περνούν και οι άνθρωποι τρέχουν στις δουλειές τους”. Αν φέρης έτσι καλό λογισμό, θα έρθη η δοξολογία μετά”. Κατάλαβε ο καημένος ότι όλη η βάση είναι σωστή αντιμετώπιση και έφυγε αναπαυμένος. Τα αντιμετώπισε σιγά-σιγά με καλούς λογισμούς, πέταξε και τα χάπια και κοιμόταν χωρίς δυσκολία. Βλέπεις με έναν καλό λογισμό πώς τακτοποιείται κανείς;
Μια φορά ταξίδευα με το λεωφορείο και ο εισπράκτορας έβαλε το ράδιο δυνατά. Μερικοί νεαροί που θρήσκευαν, είπαν ότι είναι και ένας μοναχός και του έκαναν επανειλημμένως νόημα να το κλείση. Μια-δύο, τίποτε αυτός, το έβαλε πιο δυνατά. “Αφήστε τον, τους είπα, δεν πειράζει, μου κάνει ισοκράτημα στην ψαλμωδία μου”. Με τον λογισμό μου έλεγα: “Αν, Θεός φυλάξοι, γινόταν ένα ατύχημα λίγο πιο πέρα και αναγκάζονταν να βάλουν στο δικό μας αυτοκίνητο ανθρώπους σακατεμένους, άλλος να είναι με σπασμένο πόδι, άλλος με σπασμένο κεφάλι, πώς θα άντεχα αυτήν την σκηνή; Δόξα σοι ο Θεός, οι άνθρωποι είναι καλά και τραγουδούν κιόλας”! Έτσι ταξίδευα μια χαρά ψάλλοντας.
Να σας πω και άλλο παράδειγμα, για να δήτε πώς τακτοποιείται κανείς σε όλες τις περιπτώσεις με έναν καλό λογισμό! Ήμουν στα Ιεροσόλυμα με κάποιον γνωστό,. Εκεί είχαν μια γιορτή. Γιόρταζαν και φώναζαν συνέχεια “α λαλα...αχ” Χαλασμός γινόταν! “Εν αλαλαγμώ... και εν κυμβάλοις αλαλαγμού”! Δεν καταλάβαινες τι έλεγαν! Όλη νύχτα φώναζαν. Ο γνωστός μου νευρίασε, βγήκε στο παράθυρο, δεν έκλεισε μάτι. Εγώ με έναν καλό λογισμό που έβαλα, κοιμήθηκα σαν το πουλάκι. Θυμήθηκα την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο και ένιωθα μια συγκίνηση.
Έτσι και εσείς πάντα με καλούς λογισμούς όλα να τα αντιμετωπίζετε. Χτύπησε π.χ. μια πόρτα; Να πήτε: “Αν, Θεός φυλάξοι, πάθαινε κάτι μια αδελφή, χτυπούσε και έσπαζε το πόδι της, θα κοιμόμουν εγώ; Τώρα χτύπησε η πόρτα, θα είχε κάποια δουλειά η αδελφή”. Αν όμως μια αρχίση να κατακρίνη και πη: “Χτύπησε την πόρτα, απρόσεκτη είναι! Τι κατάσταση είναι αυτή!”, πού να ησυχάση μετά! Από την στιγμή που θα βάλη τέτοιους λογισμούς, μετά το ταγκαλάκι θα την αναστατώση. Ή μπορεί να ακούη μια αδελφή την νύχτα τα ξυπνητήρια που χτυπάνε. Χτύπησε λ.χ. το ένα μια φορά, μετά από λίγο ξαναχτυπάει το ίδιο. Αν σκεφθή: “Αυτή η ψυχή ήταν κατάκοπη, δεν μπόρεσε να σηκωθή. Καλύτερα να ξεκουραζόταν μισή ώρα παραπάνω και μετά να έκανε τα πνευματικά της”, δεν θα ανησυχήση ούτε θα στενοχωρηθή που ξύπνησε. Αν όμως σκεφθή τον εαυτό της που ξύπνησε από τα ρολόγια, μπορεί να πη: “Τι γίνεται εδώ; Δεν μπορεί να ησυχάση κανείς λίγο!”. Γι' αυτό, όσο βοηθάει ένας καλός λογισμός, δεν βοηθάει καμμιά άλλη άσκηση

Να σεβασθούμε την ησυχία των άλλων.



Όταν δεν είμαστε εμείς αιτία για τον θόρυβο που υπάρχει, δεν πειράζει, ο Θεός βλέπει. Αλλά, όταν εμείς είμαστε αιτία, τότε είναι κακό. Γι' αυτό πάντα πρέπει να προσέχουμε, να μην ενοχλούμε τους άλλους. Αν ένας δεν θέλη να προσευχηθή, τουλάχιστον να μη βάζη παράσιτα και στους άλλους. Αν καταλαβαίνατε την μεγάλη ζημιά που κάνετε στον άλλον που προσεύχεται, θα προσέχατε πάρα πολύ. Γιατί, αν κανείς δεν το νιώση σαν μια ανάγκη προσωπική και σαν βοήθεια για το σύνολο, ώστε να το κάνη με την καρδιά του, από αγάπη και όχι αναγκαστικά, αλλά η σαν πειθαρχία, αυτό δεν θα έχη καλά αποτελέσματα. Όταν το κάνη με σφίξιμο, σαν μια πειθαρχία, και λέη, “τώρα πρέπει να περπατήσω έτσι, για να μην ενοχλήσω, τώρα πρέπει να μην περπατήσω ελεύθερα...”, είναι βάσανο! Σκοπός είναι να το κάνη με την καρδιά του, με χαρά, επειδή ο άλλος προσεύχεται, επικοινωνεί με τον Θεό. Πόσο διαφέρει το ένα από το άλλο! Ό,τι κάνει κανείς με την καρδιά του, το χαίρεται και τον βοηθάει. Όταν το αισθανθή σαν ανάγκη να σεβασθή τον άλλον που προσεύχεται, αισθάνεται ένα δέος μετά. Και όταν κανείς σέβεται τον άλλον, τον ίδιο τον εαυτό του σέβεται και τότε τον εαυτό του δεν τον υπολογίζει, γιατί δεν έχει φιλαυτία αλλά φιλότιμο. Να μπαίνη ο ένας στην θέση του άλλου. Να σκέφτεται: “Αν ήμουν εγώ στην θέση εκείνου, πώς θα ήθελα να μου φερθούν; Αν ήμουν κουρασμένος, αν προσευχόμουν, θα ήθελα να χτυπούν έτσι τις πόρτες;” Όταν μπαίνης στην θέση του άλλου, τα πράγματα αλλάζουν.
Στα Κοινόβια πρώτα τι όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, για να θυμάται καθένας να λέη την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, και άρχιζε πάλι την ευχή. Πολύ βοηθούσε το ρολόι. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι. Στο Κοινόβιο που ήμουν στο Άγιον Όρος ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής. Είχαν όλοι την ευχή. Στην Εκκλησία λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στα διακονήματα το ίδιο. Μια ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε αθόρυβα μια κίνηση στο Μοναστήρι. Δεν ήταν όπως τώρα που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας... σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.
Πρέπει να αγαπήσουμε την ευλογημένη έρημο και να την σεβασθούμε, εάν θέλουμε να μας βοηθήση και αυτή με την αγία της ερημία και την γλυκειά της ηρεμία, για να ημερέψουμε, να ερημωθούν τα πάθη μας και να πλησιάσουμε στον Θεό. Χρειάζεται προσοχή μην τυχόν και προσαρμόση κανείς την αγία έρημο με τον εμπαθή εαυτό του. Αυτό είναι μεγάλη ασέβεια (σαν να πηγαίνης προσκύνημα στον Άγιο Γολγοθά με μπουζούκια).

Τον θόρυβο άμα θέλη τον ακούει κανείς.



- Γέροντα, όταν στο διακόνημα υπάρχη θόρυβος ή για το εργόχειρο χρειάζεται μια μηχανή που κάνει θόρυβο, τι να κάνη κανείς;
- Όταν καμμιά φορά το εργόχειρο είναι θορυβώδες, πολύ βοηθάει η σιγανή ψαλμωδία. Αν δεν μπορήτε να κάνετε ευχή, να ψάλλετε. Θέλει υπομονή. Όταν έρχωμαι με το καράβι, έχει πολύ θόρυβο. Κάθομαι σε μια γωνιά, κλείνω και τα μάτια σαν να κοιμάμαι, για να μη με ενοχλή ο κόσμος, και ψάλλω – και τι δεν ψάλλω! Πόσα “Άξιον έστιν”, πόσα “Άγιος ο Θεός”! Κάνει και έναν κρότο το καράβι που ταιριάζει ακριβώς με την ψαλτική! Γίνεται ισοκράτημα στο “Άξιον έστιν” του Παπανικολάου, στο “Άγιος ο Θεός” του Νηλέως, σε όλα ταιριάζει αυτός ο κρότος! Ψάλλω με τον νου μου, συμμετέχει όμως και η καρδιά.
Πάντως, νομίζω, δεν είναι τόσο ο εξωτερικός θόρυβος που ενοχλεί, όσο η μέριμνα. Την φασαρία, αν θέλη, την ακούει κανείς. Ενώ την μέριμνα δύσκολο να την αποφύγη. Ο νους είναι η βάση. Τα μάτια μπορεί να κοιτάζουν κάτι και να μην το βλέπουν. Όταν προσεύχωμαι, μπορεί να κοιτάζω, αλλά δεν βλέπω. Περπατάω, και μπορεί να κοιτάζω ένα τοπίο κ.λπ., αλλά να μην το βλέπω. Όταν δυσκολεύεται κανείς να λέη την ευχή μέσα στον θόρυβο, είναι γιατί ο νους δεν είναι δοσμένος στον Θεό. Πρέπει να φθάση ο άνθρωπος στην θεία αφηρημάδα, για να ζήση την εσωτερική ησυχία και να μην ενοχλήται από τον θόρυβο στην προσευχή. Φθάνει στο σημείο εκείνο της θείας αφηρημάδας που δεν ακούει πια τους θορύβους ή τους ακούει όταν θέλη ή, μάλλον, όταν κατεβαίνη ο νους από τον Ουρανό. Και θα φθάση σ' αυτό το σημείο, αν δουλέψη πνευματικά, αν αγωνισθή. Τότε θα ακούη όποτε αυτός θέλει.
Όταν ήμουν στον στρατό, είπα μια φορά σε έναν ευλαβή συστρατιώτη μου: “Στο τάδε μέρος θα συναντηθούμε”. “Μα εκεί υπάρχει μεγάφωνο”, μου λέει. “Άμα θέλη, του λέω, ακούει κανείς, αν δεν θέλη, δεν ακούει”. Όταν είναι ο νους μας κάπου, ακούμε; Εκεί στο δάσος, απέναντι από το Καλύβι, γύμνωναν το βουνό με τα αλυσοπρίονα. Όταν διάβαζα ή προσευχόμουν και ήμουν προσηλωμένος, δεν άκουγα τίποτε. Όταν σταματούσα, όλα τα άκουγα.

Η ησυχία είναι μυστική προσευχή.



Ο μοναχός με όλα αυτά τα θορυβώδη μέσα διώχνει τις προϋποθέσεις της προσευχής και της μοναχικής ζωής. Γι' αυτό, όσο γίνεται, να μη χρησιμοποιή θορυβώδη μέσα. Αυτά που θεωρούν οι άνθρωποι σήμερα ευκολίες, στην ουσία δεν τον ωφελούν τον σκοπό του. Δεν μπορεί να βρη ο μοναχός μέσα σε μια τέτοια κατάσταση αυτό για το οποίο ξεκίνησε.
Η ησυχία είναι μεγάλη υπόθεση. Ακόμη και να μην προσεύχεται κανείς, και μόνο με την ησυχία προσεύχεται. Είναι μυστική προσευχή και πολύ βοηθάει στην προσευχή σαν την άδηλη αναπνοή στον άνθρωπο. Αυτός που κάνει δουλειά πνευματική στην ησυχία βυθίζεται μετά στην ευχή. Ξέρεις τι θα πη βυθίζεται; το παιδάκι, όταν λουφάζη στην αγκαλιά της μάνας, δεν μιλάει. Είναι ένωση πλέον, επικοινωνία. Γι' αυτό πολύ βοηθάει το Μοναστήρι να είναι απομακρυσμένο από τον κόσμο και από αρχαιολογικούς χώρους και κοσμικούς θορύβους και από τους πολλούς ακόμη ανθρώπους.
Η εξωτερική ησυχία, μακριά από τον κόσμο, με την διακριτική άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, πολύ γρήγορα φέρνει και την εσωτερική ησυχία -την ειρήνη της ψυχής- η οποία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την πνευματική λεπτή εργασία. Τότε πια ο άνθρωπος δεν ενοχλείται από την εξωτερική ανησυχία, γιατί στην ουσία μόνον το σώμα βρίσκεται στην γη, ενώ ο νους βρίσκεται στον Ουρανό.

Κατέστρεψαν και τα άγια ερημικά μέρη.



Το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό του ακόμη και τα άγια ερημικά μέρη, που γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Ο ανήσυχος άνθρωπος δεν ησυχάζει ποτέ. Δεν άφησαν πουθενά τόπο ήσυχο. Ακόμη και τους Αγίους Τόπους τους έχουν κάνει τώρα!... Όπως αναφέρεται και στον βίο της Ερημίτιδος Φωτεινής , στην έρημο, όπου είχε ασκητέψει, έκαναν μετά περίπτερα, καντίνες!... Μέσα στα ασκητήρια, όπου ασκήτεψαν τόσοι μοναχοί, τόσοι Άγιοι,πουλούσαν αναψυκτικά οι Άγγλοι! Πάει η έρημος! Σπίτια, ραδιόφωνα, μαγαζιά, ξενοδοχεία, αεροδρόμια! Έγινε αυτό που λέει ο Άγιος Κοσμάς: “Εκεί που κρεμούν τώρα τα παλληκάρια τα καριοφίλια, θα 'ρθη καιρός που θα κρεμούν οι γύφτοι τα όργανα!” Θέλω να πω, έτσι καταντήσαμε και εμείς, εκεί που ασκήτευαν, που είχαν τα κομποσχοίνια οι μοναχοί, τώρα έχουν ραδιόφωνα, αναψυκτικά!... Ε, φαίνεται, μετά από λίγα χρόνια δεν θα χρειάζωνται αυτά. Όπως δείχνουν τα πράγματα, γενικά, φαίνεται η ζωή πλησιάζει στο τέλος. Τελειώνει η ζωή, τελειώνει και αυτός ο κόσμος.
- Γέροντα, στο Άγιον Όρος υπάρχει τώρα τόπος ήσυχος;
- Πού τόπος ήσυχος και εκεί τώρα; αφού ανοίγουν συνέχεια δασικούς δρόμους! Αυτοκίνητα από εδώ, αυτοκίνητα από εκεί! Ακόμη και στα πιο ερημικά και ησυχαστικά μέρη έχουν πάρει αυτοκίνητο. Απορώ τι ζητάνε αυτοί οι άνθρωποι στην έρημο! Ο Μέγας Αρσένιος  στην έρημο άκουγε τα καλάμια που σείονταν, όταν φυσούσε γλυκά, και έλεγε: “Τι θόρυβος είναι αυτός; Σεισμός γίνεται;” Πού να έβλεπαν οι Άγιοι Πατέρες αυτά που γίνονται σήμερα!
Παλιά οι διακονητές  στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη... Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα. Στον στρατό, με τον ανταρτοπόλεμο, με έναν σιγαστήρα φόρτιζα την μπαταρία του ασύρματου, και απέναντι δεν με άκουγαν.
Ήρθαν μια μέρα στο Καλύβι μοναχοί από ένα Μοναστήρι και μιλούσαν δυνατά. “Πιο σιγά, λέω στον έναν, μας ακούνε πιο πέρα!” Τίποτε αυτός. “Πιο σιγά”, του ξαναλέω. “Ευλόγησον, Γέροντα, μου λέει, συνηθίσαμε να φωνάζουμε στο Μοναστήρι, γιατί έχουμε την γεννήτρια και μιλάμε δυνατά, για να ακούμε”. Ακούς εκεί; Αντί να λένε την ευχή και να μιλούν σιγά, φωνάζουν, γιατί έχουν την γεννήτρια! Και το κακό είναι ότι, όπως μερικά παιδιά αφήνουν την εξάτμιση, για να ακούνε ντούκου-ντούκου..., φθάνει αυτό το πνεύμα τώρα και στον Μοναχισμό. Εκεί πάμε τώρα, το χαίρονται δηλαδή.
Είδα μια αδελφή σήμερα το πρωί, ήταν σαν τους αστροναύτες! Κατέβαινε από πάνω τον κατήφορο με την ψάθα στο κεφάλι, την μάσκα στην μύτη, το χορτοκοπτικό στο χέρι, και καμάρωνε. Οι αστροναύτες δεν καμάρωναν τόσο, όταν κατέβαιναν από το φεγγάρι! Ακούω σε λίγο βου... β... β... Κοιτάζω, έκοβε χόρτα με το χορτοκοπτικό! Να μην μείνη ένας χώρος που να μην ακούγεται βου... Τέλειωσε αυτή, έρχεται μετά και ο άλλος με το πιο “βου”, να οργώση! Έτρεχε από 'δω, έτρεχε από 'κει. Μετά παίρνει άλλο μηχάνημα, να σιάξη το χώμα. Βρε, τι πάθαμε!
- Επειδή όμως, Γέροντα, υπάρχουν αυτά τα μέσα που διευκολύνουν...
- Ω, ξέρετε πόσα μέσα υπάρχουν! Όσο μπορείτε, τα βουητά, τους θορύβους να τα αποφεύγετε. Το βουητό μας βγάζει έξω από το Μοναστήρι. Τι την έχετε μετά κάτω στην πόρτα την ταμπέλα να γράφη “Ησυχαστήριο”; Γράψτε καλύτερα “Βουηστήριο” ή “Ανησυχαστήριο!” Τι να το κάνω το Μοναστήρι, αν δεν έχη ησυχία; Κοιτάξτε εκεί πέρα, όσο μπορείτε, να τα περιορίσετε αυτά. Ακόμη αυτήν την γλυκειά ησυχία δεν την καταλάβατε. Αν την καταλαβαίνατε, θα μπορούσατε να με καταλάβετε καλύτερα και να καταλάβετε μερικά πράγματα. Αν θα γευόσασταν από τους πνευματικούς καρπούς της ησυχίας, θα υπήρχε ασφαλώς και η καλή ανησυχία και θα επιδιώκατε περισσότερο την αγία ησυχία της πνευματικής ζωής.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Να αποκτήσουμε την καλή μέριμνα.



Πρέπει να ζητούμε πρώτα την Βασιλεία των Ουρανών και αυτή να είναι η μέριμνά μας, και όλα τα άλλα θα μας δοθούν. Άμα ξεχνιέται ο άνθρωπος σ΄ αυτήν την ζωή, χάνει τον καιρό του και χαραμίζεται. Άμα δεν ξεχνιέται και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, τότε έχει νόημα αυτή η ζωή. Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται πώς να βολευτή εδώ, βασανισμένος είναι, και κουράζεται και κολάζεται.
Να μη σας πιάνη αγωνία και μανία: «Τώρα πρέπει να κάνουμε αυτό, ύστερα εκείνο», γιατί θα σας βρη σε τέτοια κατάσταση ο Αρμαγεδών. Και μόνον η αγωνία στο φτιάξιμο είναι δαιμονικό. Γυρίστε το κουμπί στον Χριστό, γιατί διαφορετικά θα ζήτε δήθεν κοντά στον Χριστό, αλλά εσωτερικά θα υπάρχει όλο το κοσμικό φρόνημα, και φοβάμαι μην το πάθετε σαν τις μωρές παρθένες.
Οι φρόνιμες παρθένες  δεν είχαν μόνον καλωσύνη, είχαν και την καλή μέριμνα, είχαν εγρήγορση, δεν είχαν αδιαφορία. Οι μωρές παρθένες είχαν αδιαφορία, δεν είχαν εγρήγορση. Γι΄ αυτό ο Κύριος είπε: «Γρηγορείτε». Ήταν παρθένες αλλά μωρές. Και αν μια είναι εκ γενετής μωρή, είναι ευλογία από τον Θεό γι΄ αυτήν. Πάει δίχως εξετάσεις στην άλλη ζωή. Μια όμως που έχει μυαλό και ζη μωρά, αυτή θα είναι αναπολόγητη την ημέρα της Κρίσεως.
Βλέπετε και στην περίπτωση της Μάρθας και της Μαρίας που αναφέρει το Ευαγγέλιο, πώς η μέριμνα έκανε την Μάρθα να φερθή κατά κάποιον τρόπο με αναίδεια; Φαίνεται ότι στην αρχή και η Μαρία την βοηθούσε, αλλά, όταν είδα να μην τελειώνη τις ετοιμασίες της, την άφησε και έφυγε. «Τι, θα χάσω εγώ τον Χριστό μου για τις σαλάτες και τα γλυκά;» σκέφθηκε. Λες και ο Χριστός είχε πάει να φάη τις σαλάτες και τα φαγητά της Μάρθας. Και τότε η Μάρθα πειράχθηκε και είπε: «Κύριε, ου μέλλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν;»
Ας προσέξουμε να μην πάθουμε και εμείς σαν την Μάρθα. Ας ευχηθούμε να γίνουμε καλές «Μαρίες».