Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Διδάσκαλος χαρισματοῦχος.



Αποτελεῖ κοινή διαπίστωση ὅλων ὅσοι συνωμίλησαν μέ τόν Γέροντα καί ὅσοι
διάβασαν τά κείμενά του, ὅτι κατεῖχε τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς θεολογίας,
τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ λόγος του ἦταν ἁπλός, σάν τῶν ἁλιέων-Ἀποστόλων, πρακτικός, ζωντανός,
παραστατικός, ἑλκυστικός, ἁπαλός καί γλυκύς. ῎Επεφτε σάν δροσιά στίς διψα-
σμένες ψυχές. Στίς διηγήσεις του ἦταν ἀπαράμιλλος. Συνέπλεκε φυσιολογικά
χαριτωμένες ἱστορίες καί ἀστεῖα, γιά νά γίνη ἡ διήγηση εὐχάριστη, πιό παρα-
στατική καί νά τονίση κάτι τό πνευματικό. Συχνά μιλοῦσε μέ παραδείγματα,

«ἐν παραβολαῖς», ἀπό τήν φύση καί τήν ζωή. ῏Ηταν σαφής στά λόγια του, ποι-
ητικός καί ἀποφθεγματικός. Ἦταν ἱκανός νά μιλᾶ ἄνετα ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς
προετοιμασία καί οἱ ἀκροατές του νά κρέμωνται ἀπό τά χείλη του.
Ὁ λόγος του ἄγγιζε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. «Ἐκεῖνο πού μ᾿ ἔκανε ἐντύπω-
ση», εἶπε ναρκωμανής, «εἶναι πού ὁ Γέροντας μέ δύο-τρία λόγια κατάφερε νά
ἐπικοινωνήση μαζί μας καί νά κινήση τό ἐνδιαφέρον μας».
Ἀνάλογα μέ τήν διάθεσή τους, ἄλλοι συνέρχονταν καί μετανοοῦσαν, ἄλλοι
προβληματίζονταν, ἄλλοι ἐνθουσιάζονταν καί ἄλλοι παρηγοροῦνταν. Δέν ἔπει-
θε τούς ἀνθρώπους λογικά, ἀλλά τούς βοηθοῦσε πνευματικά.
Κατάπληξη προξενοῦν ἡ πολυμέρειά του, οἱ πρακτικές γνώσεις, ἡ σοφία, ἡ
ἀπέραντη μνήμη του.
Εἶχε τήν ἱκανότητα νά κατευθύνη πνευματικά μοναχούς καί μοναστήρια,
νά δίνη λύσεις στά προβλήματα λαϊκῶν, ἀγάμων καί ἐγγάμων, νά διαλέγεται
μέ ἐπιστήμονες, πού ἐντυπωσιάζονταν ἀπό τίς γνώσεις καί τήν εὐστροφία του.
Συγκατέβαινε ἤ ἀνερχόταν στό μορφωτικό ἐπίπεδο καί στήν πνευματική κατά-
σταση τῶν ἀνθρώπων, λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν του τόν χαρακτῆρα τους, τό ἐπάγ-
γελμά τους, τήν καταγωγή τους, τά ἐνδιαφέροντά τους κ.ἄ.
Ὁ Γέροντας, καί μετά τήν κοίμησή του, βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους μέ τά γραπτά
του. Τά βιβλία του ἔχουν πρωτοφανῆ ἀπήχηση, διαβάζονται ἄπληστα, μεταφρά-

ζονται σέ πολλές ξένες γλῶσσες, μιλᾶνε στήν καρδιά, συγκινοῦν καί ἁπλούς
καί διανοουμένους.
Μέ τήν διδασκαλία πού ἄφησε ὁ Γέροντας, ἀναδείχθηκε σύγχρονος διδάσκα-
λος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τά λόγια του κυκλοφοροῦν στά στόματα τῶν ἀνθρώ-
πων, ἐπιδροῦν χαρισματικά καί ὁδηγοῦν ψυχές στήν σωτηρία.


Εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου.



Ἡ προσευχή τοῦ Γέροντα γιά τόν κόσμο ἦταν συνάρτηση καί ἀπότοκος τῆς
ὅλης πνευματικῆς καταστάσεώς του, ἰδιαίτερα τῆς μεγάλης του ἀγάπης.
Τό σπάνιο χάρισμα τῆς προσευχῆς γιά τόν κόσμο τοῦ δόθηκε μετά ἀπό μεγά-
λους ἀγῶνες. Ἦταν εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Προσευχόταν γιά ὅλους,
ὅπως γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ προσευχή του ἦταν ἀδιάλειπτη, καρδιακή, καθαρή
καί ἀποτελεσματική. Τήν χώριζε σέ τρία μέρη. ῞Ενα γιά τόν ἑαυτό του, ἕνα γιά
τούς ζῶντες καί ἕνα γιά τούς κεκοιμημένους. Ἀλλά στήν πραγματικότητα προ-
σευχόταν πιό πολύ γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό του.
Γενίκευε καί ἐπεξέτεινε τήν προσευχή του, γιά νά συμπεριλάβη ὅλους τούς
ἀνθρώπους. ῞Οταν ἔκανε προσευχή γιά ἰδιαίτερες περιπτώσεις, π.χ. γιά κάποιον
νέο πού εἶχε ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πρόσθετε: «Μνήσθητι, Κύριε, καί
βοήθησε καί ὅλους τούς νέους». ῎Η πάλι ὅταν προσευχόταν γιά κάποιον λ.χ. ἄρ-
ρωστο Νικόλαο, συμπλήρωνε: «Μνήσθητι, Κύριε, καί ὅλους τούς Νικολάους».
Ὁ πολύς ἀνθρώπινος πόνος πού ἔβλεπε γύρω του τόν ἔκανε νά βγαίνη ἀπό
τόν ἑαυτό του. Φαινόταν ἐνίοτε ὁ Γέροντας νά σέρνη τά πόδια του ἀπό ἐξάντλη-
ση, νά ἀσθενοῦν τά γόνατά του ἀπό τή νηστεία, νά εἶναι ἕτοιμο τό ὀστράκινο

σκεῦος του νά διαρραγῆ ἀπό τίς ἀσθένειες, ἀλλά ὅμως δέν ἄφηνε τήν προσευ-
χή γιά τόν κόσμο.
Ἔλεγε: «Πολύ βοηθᾶ ἡ προσευχή γιά τόν κόσμο, ὅταν μάλιστα ὑπάρχη καρ-
διακός πόνος. Δέν συμμετέχω στόν πόνο τοῦ ἄλλου, ὅταν ἔχω τό ἕνα πόδι πάνω
στό ἄλλο καί κάθωμαι ἀναπαυτικά καί ἔχω ὅλες τίς ἀνέσεις».
Ἡ προσευχή του συνωδευόταν μέ νηστεία, κόπο, μετάνοιες καί κυρίως ταπεί-
νωση. ῎Ελεγε: «Νά ζητᾶμε ταπεινά. Ἐγώ λέω: «Θεέ μου, εἶμαι ἕνα κτῆνος. Ἐλέ-
ησε καί μένα καί ὅλον τόν κόσμο»».
Πίστευε ὅτι αὐτός ἦταν ὑπεύθυνος γιά τά παθήματα τῶν ἄλλων: «Ἄν ἐγώ
ἤμουν ἅγιος καί εἰσακουόταν ἡ προσευχή μου, αὐτοί δέν θά ἔπασχαν».
Ὁ ἴδιος συναισθανόμενος τήν πενία του, ὡς καλός ζητιάνος, γονάτιζε, ἅπλω-
νε τά χέρια του στόν Θεό, καί παρακαλοῦσε νά βοηθήση τόν καθένα. Ξεσποῦσε
σέ παρακλητικά λόγια: «Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ, βοήθησε τόν τάδε πού εἶναι
παράλυτος λίγο νά μπορῆ νά συμμαζεύεται (ἐξυπηρετῆται) μόνος του». ῎Η: «Πα-
ναγία μου, καί πάλι θά σέ ἐνοχλήσω…».
Δύο πατέρες πήγαιναν σέ ἀγρυπνία, παραμονή τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Πέ-
ρασαν ἀπό τόν Γέροντα νά πάρουν τήν εὐχή του. Εἶδαν τό πρόσωπό του κατα-
κόκκινο καί φαινόταν ἀρκετά στενοχωρημένος. Εἶπε στούς πατέρες: «Κάντε
προσευχή ἐκεῖ πού θά πᾶτε, πέστε καί στούς ἄλλους. Γίνεται πολύ κακό στήν
Ρουμανία, ἔχουν ἐμφύλιο πόλεμο καί σκοτώνονται πολλοί». Ἐκεῖνο τόν καιρό
εἶχε ἀνατραπῆ ὁ Τσαουσέσκου. Ὁ Γέροντας ἀπό τήν δική του «πνευματική τη-
λεόραση» ἔμαθε τά συμβάντα καί συμμετεῖχε στήν δοκιμασία τοῦ ρουμανικοῦ
λαοῦ πονώντας, καί προσευχόμενος ἔντονα.
Ὁ Γέροντας μέ τίς εὐχές του στήριξε ἀναρίθμητες ψυχές, πού ἀξίζουν πολύ
περισσότερο ἀπό ὅλον τόν κόσμο. Ἐπιπλέον μέ τήν προσευχή του θεράπευσε
ἀσθενεῖς, καθάρισε δαιμονισμένους, καί μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσους βοήθησε
ἀφανῶς νά βροῦν τόν Θεό καί νά σωθοῦν.
Τώρα πλέον πού ὁ Γέροντας δέν εἶναι κοντά μας, γιά ν᾿ ἀνάβη κεριά καί νά
προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, μᾶς βοηθᾶ καλύτερα καί πιό ἀποτελεσματικά
ἀπό τόν οὐρανό. ῎Εχουμε ἀποδείξεις τά θαύματα καί τίς ἐμφανίσεις του πού γί-
νονται μετά τήν κοίμησή του.
Ἀφοῦ σέ ὅλη του τήν ζωή «ἠναλώθη ἥδιστα ὡς κηρίον» προσευχόμενος, τώ-
ρα ἡ ἄσβεστη λαμπάδα τῆς προσευχῆς του καίει ἀκοίμητη μπροστά στήν Ἁγία
Τριάδα καί πρεσβεύει γιά ὅλους μας.

Συμφιλίωση μέ τήν κτίση.



Στόν Γέροντα δόθηκε τό χάρισμα νά συναναστρέφεται μέ τά ἄγρια θηρία,
χωρίς νά τόν βλάπτουν, ὅπως συνέβαινε στόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως καί σέ
πολλούς Ἁγίους.
῎Ελεγε ὁ Γέροντας: «Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στήν θέση τοῦ
ἄλλου, μετά ὅλους μπορεῖ νά τούς ἀγαπήση, καί τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί
τά ζῶα καί τά θηρία. Τά πάντα τά χωράει μέσα του καί βγαίνει ὁ ἑαυτός του

ἀπό τήν ἀγάπη του.
Κάποια φορά ἦρθαν δύο μικρές ἀρκοῦδες μέσα στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ
τοῦ Στομίου. Ὁ Γέροντας τίς ἔπιασε ἀπό τό σβέρκο καί τίς εἶπε: «Ἄλλη φορά
νά μήν μπαίνετε μέσα στό Μοναστήρι. Νά ἔρχεσθε πίσω ἀπό τήν κουζίνα, γιά
νά σᾶς ταΐζω», καί τίς ὡδήγησε στό μέρος αὐτό. (Αὐτό τό διηγήθηκαν δύο Κονι-
τσιῶτες στόν δόκιμο τοῦ Στομίου Παῦλο).
*
Μαρτυρία μοναχοῦ Ἀλυπίου Ἁγιαννανίτου: «Γνώριζα τόν Γέροντα ἀπό τήν
ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν. Μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ ἔγινα μοναχός στήν Ἱ. Μ.
Κουτλουμουσίου. Πήγαινα καί τόν ἔβλεπα κάθε μέρα. Ἄκουγα γιά τά θαύματά
του καί μοῦ εἶχε γεννηθῆ ἡ ἐπιθυμία νά δῶ ἕνα θαῦμα του. Γιά ἕνα μῆνα περί-
που εἶχα αὐτόν τόν λογισμό.
»Ἕνα χειμωνιάτικο πρωινό, ἀρχές Νοεμβρίου, πῆγα νά τόν δῶ καί τόν βρῆκα
νά πλένη τά χέρια του ἔξω στό βαρελάκι. Ἦταν μόνος. Ἄνοιξε καί μοῦ εἶπε νά
περιμένω. Πῆρε πίσω ἀπό τό βαρέλι ἕνα ἀλουμινόχαρτο, ὅπου μέσα εἶχε ψίχου-
λα, τό ἄνοιξε καί κοίταξε πρός τόν οὐρανό. Ἐνῶ χαρακτηριστικά δέν ὑπῆρχε κα-
νένα πουλί, ἀμέσως μαζεύτηκαν σμήνη πουλιῶν. Ποῦ βρέθηκαν ξαφνικά τόσα
πουλιά! Ἄλλα κάθονταν στό κεφάλι του, ἄλλα στούς ὤμους καί στά χέρια του
καί αὐτός τά τάιζε. Βλέποντας αὐτό τό θέαμα μέ κατέλαβε ἀμηχανία, χτυποῦ-
σε γρήγορα ἡ καρδιά μου ἀπό συγκίνηση καί γελοῦσα ἀμήχανα. Ὁ Γέροντας
χαμογελώντας ἔλεγε στά πουλιά: «Πᾶτε καί σ᾿ αὐτόν». Τά μιλοῦσε σάν νἆταν
ἄνθρωποι. Ἕνα πού καθόταν στό χέρι του τοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε καί σ᾿ αὐτόν,
δικός μας εἶναι».
»Αὐτό διήρκεσε δύο λεπτά περίπου. Σέ μιά στιγμή ὁ Γέροντας δίπλωσε τό
ἀλουμινόχαρτο καί τά πουλιά ἐξαφανίστηκαν. Ἤμουν σαστισμένος καί τόν κοί-
ταζα. «Πήγαινε τώρα», μοῦ εἶπε».

«Ἀσύλληπτος!»



Ὁ Γέροντας ἀπό ταπείνωση ὄχι μόνο ἀπέφευγε νά φωτογραφίζεται, ἀλλά

καί αἰσθανόταν δυσφορία καί ἀπέχθεια. Ὑποχωροῦσε μόνον σέ εὐαίσθητο καί
ταπεινό ἄνθρωπο, γιά νά μήν πληγωθῆ ἀπό τήν ἄρνησή του καί τήν ἑρμηνεύση
ὅτι ὀφείλεται στήν δική του (τοῦ αἰτοῦντος) ἀναξιότητα. Τότε ὁ Γέροντας προ-
τιμοῦσε νά θλίψη τόν ἑαυτό του, παρά νά ἀπελπίση τόν ἀδελφό. Ἀπό ἀγάπη
θυσίαζε καί τήν ταπείνωσή του.
Πολλοί ἐπιχείρησαν νά τόν φωτογραφίσουν κρυφά ἤ φανερά, σέ περιπτώ-
σεις πού συστελλόταν νά ἀντιδράση λόγῳ παρουσίας ἡγουμένων, ἐπισκόπων
ἤ κατά τήν διάρκεια λιτανείας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐνίοτε πέτυχαν νά τόν φωτο-
γραφήσουν, ἀλλά συνήθως οἱ φωτογραφίες βγῆκαν ἀποτυχημένες, διότι στήν
μορφή τοῦ Γέροντα ὑπάρχει μιά θλίψη, μιά ἀντίδραση πού σέ κάνει νά νιώθης
ἔνοχος.
Ἀλλά ὑπάρχουν καί πολλές μαρτυρίες, πού κατ᾽ αὐτή τήν χωρίς εὐλογία
κρυφή ἤ ἐκβιαστική φωτογράφηση ὁ Γέροντας, κατά θαυμαστό τρόπο, ἔμεινε
ἀσύλληπτος ἀπό τόν φωτογραφικό φακό. Ἄλλοτε καιγόταν τό φίλμ ἤ πάθαινε
κάποια ἐμπλοκή ἡ μηχανή καί ἄλλοτε ἔβγαινε ἡ φωτογραφία κανονικά, ἀλλά
ὁ Γέροντας ἔλειπε!
*
«Πῆγα στήν «Παναγούδα»», μαρτυρεῖ ἄλλος προσκυνητής, «καί δέν ὑπῆρχε
κανείς. Ὁ Γέροντας θά ἔπρεπε νά ἦταν μέσα, γιατί τό λουκέτο τῆς ξύλινης πόρ-
τας κρεμόταν ἀνοικτό. «Εὐκαιρία εἶναι», σκέφθηκα. Ἔβαλα μέσα ἀπό τά κλαδιά
τοῦ φράχτη τήν φωτογραφική μηχανή, γιά νά μή φαίνεται, καί τήν τοποθέτησα
κατάλληλα, ὥστε νά παίρνη τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ. Κτύπησα τό σιδεράκι. Μό-
λις βγῆκε ὁ Γέροντας πάτησα τό κουμπί. Ἤμουν ὅλο χαρά... Φαντασθῆτε ὅμως
τήν ἔκπληξή μου, ὅταν, μετά τήν ἐμφάνιση τοῦ φίλμ, εἶδα ὅτι ἡ μέν πόρτα εἶχε
βγῆ ὁλοκάθαρα, ἀλλά ὁ Γέροντας δέν ὑπῆρχε!»
*
Παρόμοια συνέβαιναν καί ὅταν ἤθελαν νά ἠχογραφήσουν τήν συζήτηση.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἡ κασσέτα δέν γύριζε, ἤ γύριζε καί δέν ἔγραφε.
Ἄλλοτε ἔγραφε ὅλα τά ἄλλα (ὁμιλίες τρίτων, πουλιά, θορύβους), ἀλλά ἡ φωνή
τοῦ Γέροντα ἔλειπε.
*
Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη: «Πῆγε μιά παρέα φοιτητῶν στόν Γέ-
ροντα καί ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς εἶχε πάρει μαζί του ἕνα μικρό κασσετόφωνο γιά νά
γράψη τήν συνομιλία τους. Ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετά σέ κάποια στιγμή τοῦ λέει
ὁ Γέροντας: «Αὐτό πού ἔχεις στήν τσέπη σου, δέν ἔχει γράψει τίποτε». Κόκκαλο
τό παιδί. Πράγματι, ὅταν δοκιμάστηκε ἡ κασσέτα, δέν εἶχε γραφῆ λέξη».

Μετέωρος.



Πολλές φορές ὁ Γέροντας κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς γινόταν μετάρσιος,
ὑπερυψώνετο καί σωματικά. Ἀλλά καί σέ ὧρες ἐργασίας, ἤ ὅταν βάδιζε, ἐθεά-
θη νά μήν πατᾶ στήν γῆ.
*
Στόν «Τίμιο Σταυρό», ἔζησε ἕνα μεγάλο γεγονός. Διηγήθηκε: «Ἐνῶ προσευχό-
μουν, δέν ξέρω τί μοῦ συνέβη καί σηκώθηκα ψηλά καί ἔβλεπα τό Καλύβι κάτω.
Τό πῶς ἀνέβηκα δέν τό κατάλαβα, οὔτε καί πῶς κατέβηκα».
*
Μαρτυρεῖ μοναχός Ἁγιορείτης: «Ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στήν «Παναγού-
δα» καί τόν βρῆκα νά κτίζη μιά σόμπα μέ πυρότουβλα. Πατοῦσε πάνω σέ μιά
σανίδα, πού τήν εἶχε βάλει γιά νά ἀκουμπήση πάνω τά ὑλικά. Ἐνῶ ἐργαζόταν,
τόν βλέπω ὑπερυψωμένο ἀπό τό ἔδαφος περίπου τριάντα ἑκατοστά καί στήν
ἀρχή ἀποροῦσα ἄν βλέπω καλά. Πράγματι ἦταν μετέωρος καί μετά ἀπό λίγο
τόν εἶδα πάλι στήν φυσιολογική του θέση».

Ἀθέατος.



Μαρτυρία κ. Γεωργίου Κουρκουλιώτη ἀπό τήν Κόρινθο: «Ἐπισκέφθηκα τόν γέ-
ροντα Παΐσιο στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1979. Βρῆκα τήν
πόρτα ἀνοιχτή. Φωνάζω, ξαναφωνάζω, ξαναφωνάζω ἀπό τήν πόρτα τοῦ φράκτη,
δέν πῆρα ἀπάντηση. Ἦταν πρωί, 8 ἡ ὥρα, καί περίμενα. Σέ μιά στιγμή βλέπω τόν
π. Παΐσιο μπροστά μου. Ξαφνιάστηκα, τά ἔχασα. «Ἐδῶ ἤμουνα, Γιῶργο», μοῦ εἶπε

ἤρεμα. Ἀνέφερα ἔπειτα σέ δύο Πνευματικούς τήν ξαφνική ἐμφάνιση τοῦ Γέροντα
καί μοῦ εἶπαν ὅτι «μπροστά σου ἦταν, καί ὅταν θέλησε παρουσιάστηκε».

Ἄβρεκτος.



Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε ὀμπρέλλα καί ἀδιάβροχο. Δέν ἦταν ἀλεξίβρο-
χος, οὔτε ἀδιάβροχος. Ἀντιθέτως ἦταν εὐαίσθητος στό κρύο καί στήν ὑγρασία.
Κάποιες φορές ὅμως, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Θεός, γινόταν ἄβρεκτος.
Ἐνῶ δηλαδή γύρω του ἔβρεχε πολύ, αὐτόν δέν τόν ἄγγιζε σταγόνα.
*
«Κάποτε μετέφερα τόν Γέροντα», διηγεῖται ὁ κ. Κουτσογιάννης Κωνσταντῖνος,
«ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου Χαλκιδικῆς στήν Σουρωτή. Σέ ὅλη τήν
διαδρομή εἴχαμε καταρρακτώδη βροχή λές καί εἶχαν ἀνοίξει οἱ καταρράκτες τοῦ
οὐρανοῦ. Μόλις φθάσαμε, περίμεναν οἱ ἀδελφές μέ ὀμπρέλλες καί πανωφόρια
νά τά δώσουν στόν Γέροντα νά μήν βραχῆ. Μοῦ ἔκαναν νόημα νά πλησιάσω
ὅσο γίνεται πιό κοντά στό κτίριο. ῞Ομως, ὅλως παραδόξως ἐκείνη τήν στιγμή σέ
μιά ἀκτίνα δύο μέτρων γύρω ἀπό τό αὐτοκίνητο ἔπαυσε νά πέφτη βροχή, ἐνῶ
πιό πέρα χαλοῦσε ὁ κόσμος. Ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Γέροντας καί μέ χαιρέτησε καί
μπῆκε μέσα, ἄρχισε νά βρέχη κανονικά καί πάνω στό αὐτοκίνητο».

Ἀγάπη ἀρχοντική.



Η κορυφή καί ὁ στέφανος ὅλων τῶν ἀγώνων τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ἀγάπη. ῎Ελε-
γε: «Αἰσθάνομαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια ἀγάπη πού εἶχα γιά τούς
συγγενεῖς μου. Τώρα αἰσθάνομαι ὅλο τόν κόσμο σάν ἀδελφούς».
Ὁ Γέροντας ἦταν πλήρης ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τήν κτίση, καί φλε-
γόταν ἀπό θεῖο ἔρωτα.
Ἀπό μικρό παιδί ἔκανε ἐλεημοσύνες καί βοηθοῦσε πολλούς. Οἱ φτωχοί ἄν-
θρωποι στήν Κόνιτσα, ὅταν εἶχαν ἀνάγκες, κατέφευγαν σ᾽ αὐτόν καί ζητοῦσαν
βοήθεια. «Ἕνεκεν συμπαθείας καί στεναγμοῦ τῶν πενήτων» ἔδινε καί τά ροῦχα
πού φοροῦσε. Μέ τήν μεγάλη του ἀγάπη ἀγκάλιασε τά χωριά τῆς Κόνιτσας, καί
εὕρισκε τρόπο νά βοηθᾶ «τούς ἐν ἀνάγκαις καί ἐν ἀσθενείᾳ ὄντας». ῎Εδινε μεγά-
λη ἀξία στήν ἐλεημοσύνη. Τήν εἶχε ὡς κριτήριο γιά τό ἄν κάποιος εἶναι ἄξιος τοῦ
θείου ἐλέους καί τῆς σωτηρίας. «Μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος ὁ ἄλλος, ἄν ὅμως
πονᾶ γιά ἕναν ἄρρωστο, ἄν κάνη ἐλεημοσύνη, μήν τόν φοβᾶσαι αὐτόν».
Παρακινοῦσε τούς ἀνθρώπους νά ἐλεοῦν, γιατί πίστευε ὅτι, «ὅταν παίρνης
κάτι, δέχεσαι ἀνθρώπινη χαρά. Ἀλλά ἄν τό δώσης, παίρνεις καί θεϊκή χαρά. Τό
πνευματικό πάρσιμο γίνεται μέ τό δόσιμο».
῞Οταν ἔβλεπε κάποιον μέ εἰδική ἀνάγκη, τοῦ ἔδινε τήν καρδιά του καί ἀπα-
ραιτήτως καί κάποια εὐλογία. Σέ περιπτώσεις πού δέν εἶχε κάτι ἄλλο, ἔδινε τό
κομποσχοίνι του ἤ τό πλεκτό του.
Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ ἀνεξικακία του. Ἀνθρώπους πού τόν κατηγοροῦσαν
καί ἦταν ἐχθρικοί ἀπέναντί του, τούς συγχωροῦσε καί εὐχόταν γι᾿ αὐτούς. Ἄν
μάθαινε ὅτι ἔπεσαν σέ πειρασμό ἤ ἀνάγκη, ἔτρεχε νά βοηθήση μέ καρδιά συμ-
πάσχουσα σάν νά ἦταν ἀδελφοί του. «Ἄν δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους βρισκό-
μαστε ἔξω τοῦ παραδείσου», τόνιζε χαρακτηριστικά.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα ξεχείλιζε καί ἀγκάλιαζε καί τά ἄγρια ζῶα. Αὐτά τήν
αἰσθάνονταν, πλησίαζαν κοντά του καί ἔτρωγαν ἀπό τά χέρια του. ῎Ελεγε: «Θά
πῶ στόν Χριστό: «Χριστέ μου, ἐλέησόν με, τό κτῆνος». Ἄν μέ ρωτήση: «Ἐσύ ἐλέ-
ησες τά κτήνη;», τί θά τοῦ ἀπαντήσω;».
῞Οταν ὁ Γέροντας ἔκανε τήν θεραπεία στήν Κόνιτσα, ἡ Χρυσάνθη, ἕνα κορι-
τσάκι πού βοηθοῦσε τήν κυρία Πατέρα, ἀρρώστησε ἀπό καρκίνο στά ἔντερα. Ὁ
Γέροντας συμπονοῦσε, τήν σταύρωνε καί προσευχόταν. Παρακαλοῦσε: «Χριστέ
μου, δῶσε σέ μένα τόν καρκίνο, ἐγώ νά τόν ἔχω». Καί ὁ καλός Θεός δέν παρέ-
βλεψε τό αἴτημά του. Στό τέλος κατά τήν ἐπιθυμία του ἔλαβε τήν πολυώδυνη
νόσο τοῦ καρκίνου, μέ τήν ὁποία τελειώθηκε, ἄν καί σέ ὅλη του τήν ζωή συνέ-
πασχε μέ τούς ἀσθενεῖς καί ἰδιαίτερα μέ τούς καρκινοπαθεῖς.

Ἔλεγε: «῞Οταν ἀκούω τόν πόνο τοῦ ἄλλου, σέ σπασμένα γυαλιά νά κάθωμαι
καί σέ ἀγκάθια νά πατάω δέν τό καταλαβαίνω. ῞Οταν ὁ ἄλλος πάσχη πραγμα-
τικά, μπορῶ ἀκόμη καί νά πεθάνω γιά νά τόν βοηθήσω».
Νέος τοῦ διηγεῖτο τά βάσανά του καί ἔκλαιγε, μαζί του ἔκλαιγε καί ὁ Γέρον-
τας. «Σταμάτα, παιδί μου», τοῦ εἶπε, «γιατί θά μᾶς δεῖ κανείς νά κλαῖμε καί θά
μᾶς περάσει γιά τρελλούς».
Συμμετέχοντας στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων ξεχνοῦσε τόν ἑαυτό του, τήν προ-
κοπή του, τίς δικές του ἀσθένειες καί ἔκανε καρδιακή προσευχή. «Χριστέ μου»,
ἔλεγε, «ἄσε με ἐμένα, μή μέ ὑπολογίζης. Κοίταξε τούς ἀνθρώπους πού βασα-
νίζονται».
Οἱ δακρύρροες καί ἔμπονες προσευχές του συνωδεύονταν ἀπό νηστεῖες καί
ἄμετρο κόπο. ῞Οταν ἔμαθε ὅτι κάποιος νέος διατρέχει σωματικό καί ψυχικό κίν-
δυνο, γιά μέρες δέν ἔβαλε τίποτε στό στόμα του, οὔτε καί ἔπαυσε προσευχόμε-
νος, ὥσπου ἔμαθε ὅτι διέφυγε τόν κίνδυνο.
Σέ ὅλη του τήν ζωή νήστευε, κοπίαζε καί προσευχόταν γιά τόν λαό τοῦ Θε-
οῦ, κινούμενος ἀπό τήν μεγάλη του ἀγάπη. Αὐτή ἦταν ἡ κινητήρια δύναμη. Οἱ
ἀγῶνες καί οἱ προσευχές του εὐωδίαζαν ἀπό τό ἄρωμα τῆς ἀγάπης.
Γιά νά φθάση ὁ Γέροντας σέ μέτρα τελειότητος, στήν ἀληθινή ἀγάπη, δέν
ὑπολόγισε τόν ἑαυτό του. Μίσησε τήν φιλαυτία, καί στήν θέση της ἔβαλε τήν
ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μαρτυρεῖ Ἁγιορείτης: «Τό ἰδιαίτερο πού
εἶχε ὁ γερο-Παΐσιος ἦταν ὅτι δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του. Τοῦ εἶπα κάποτε:
«Πάτερ, οἰκονόμησε λίγο τόν ἑαυτό σου», καί μοῦ ἀπάντησε: «῞Οταν ἔρχωνται
οἱ ἄνθρωποι μέ προβλήματα, τί νά κάνω; Τόν ἑαυτό μου θά κοιτάξω;».
Ἀκόμη καί τελευταῖα μέ τήν μεγάλη ἐξάντληση ἀπό τήν συχνή αἱμορραγία,
ὅταν διέβλεπε ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη, ξεχνοῦσε τήν κατάστασή του καί εἴτε κρε-
μασμένος στόν φράχτη τῆς Καλύβης του, εἴτε πεσμένος πάνω στήν σανίδα πού
εἶχε γιά κάθισμα, «στήριζε τούς ἀδελφούς».
Γιά νά φθάση ὁ Γέροντας στήν ἀγάπη ἀγωνίσθηκε νά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ
Θεοῦ. «Ἄν ἀγαποῦμε τόν Θεό, φροντίζουμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές». «Ὁ ἔχων
τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστι ὁ ἀγαπῶν με»34. Μέ αὐτόν τόν
τρόπο ἐξάγνισε τήν καρδιά του καί ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Τήν μεγάλη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη του τήν διαισθάνονταν οἱ ἄνθρωποι. ῞Ενα
παιδί μέ προβλήματα καί ψυχικά τραύματα ἦρθε νά δῆ τόν Γέροντα. Τόν συνά-
ντησε ἔξω ἀπό τό Καλύβι του στό μονοπάτι, τόν ἀγκάλιασε καί ἔκλαιγε μέ λυγ-
μούς. Ὁ Γέροντας τό παρηγόρησε καί τό βοήθησε νά τελειώση τίς σπουδές του.
῞Οταν πῆγε στρατιώτης, ἔγραφε στόν Γέροντα γράμματα ἀποκαλώντας τον:
«Μπαμπακούλη μου γλυκέ».
Γιά τίς μεταξύ μας σχέσεις ἔλεγε: «Πάντα πρέπει νά ξεκινᾶμε ὄχι ὅπως μᾶς
βολεύει ἐμᾶς, ἀλλά ὅπως ἀναπαύει τόν ἄλλον. Καί τότε ὅλοι θά ἀναπαύονται
καί θά ὑπάρχει ἀγάπη».
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά δέν θά ἦταν ἄδικο, ἐνῶ ἔδωσε τά πάντα γιά τόν Θεό καί
τόν ἄνθρωπο, νά μήν τοῦ δίνη καί ὁ Θεός ἄφθονη τήν χάρι Του; Σάν ἀγαπητό
παιδί τοῦ Θεοῦ πού ἦταν, ὁ Θεός εἰσάκουε τίς προσευχές του καί ἀπαντοῦσε
μέ θαύματα.

Σέ ἐπιστολή του (6-4-69) γράφει: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώση νά ἐλευθε-
ρωθῆ ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα, τότε μπορεῖ νά νιώση τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θε-
οῦ, ἡ ὁποία τόν σκλαβώνει καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Θεοῦ».
Αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα τήν αἰσθάνθηκαν καί τά θηρία τοῦ δρυμοῦ, καί
οἱ ἑτερόγλωσσοι Βεδουίνοι, καί αὐτή συγκινεῖ καί τούς σημερινούς ταλαιπωρη-
μένους νέους. Στό πρόσωπό του βρίσκουν τόν στοργικό πατέρα καί τήν ἀγάπη
πού στερήθηκαν. Πολλοί ἀπό αὐτούς, ἄν καί δέν τόν εἶχαν γνωρίσει, πηγαίνουν
καί βρέχουν μέ δάκρυα τό χῶμα τοῦ τάφου του, ἐπειδή νιώθουν νά τούς περι-
πτύσσεται μέ τήν ἀρχοντική του ἀγάπη ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται.


Ἐμπιστοσύνη στήν θεία πρόνοια.



Ὁ Γέροντας εἶχε μεγάλη πίστη στόν Θεό καί τελεία ἐμπιστοσύνη στήν θεία
πρόνοια, γι᾿ αὐτό ἔλεγε: «Εἶμαι σίγουρος χίλια τοῖς ἑκατό, ἄν δώσω τώρα σέ κά-

ποιον αὐτό τό πλεκτό, μέχρι νά πάω στό Καλύβι μου, ὁ Θεός θά μοῦ στείλει ἄλ-
λο. Ἀλλά στήν ἀρχή, γιά νά μᾶς δοκιμάση31, μᾶς ἀφήνει λίγο καί νά κρυώσουμε
καί νά ἀρρωστήσουμε καί ἐκεῖ χρειάζεται προσοχή. Νά μήν πῆ κανείς «Χριστέ
μου, ἐγώ γιά τήν ἀγάπη σου τό ἔδωσα καί σύ μ᾿ ἄφησες νά ἀρρωστήσω;».
Ἡ ἐλπίδα, πού «οὐδέποτε καταισχύνει», τόν συνώδευε σέ ὅλη του τήν ζωή
καί περισσότερο στίς δυσκολίες. Μέσα στό σκότος καί στήν ὁμίχλη μιλοῦσε γιά
ξαστεριά. «῞Ολα θά πᾶνε καλά, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε σέ ἀπεγνωσμέ-
νες ψυχές. Σέ κάποιον πού ἀνησυχοῦσε γιά τίς ἐχθρικές ἐπιβουλές ἐναντίον
τῆς Πατρίδος, ἔδωσε τήν ἑξῆς ἐλπιδοφόρο ἀπάντηση: «Κι ἄν μοῦ ποῦν ὅτι δέν
ὑπάρχει κανείς ῞Ελληνας, ἐγώ δέν ἀνησυχῶ. Μπορεῖ ὁ Θεός νά ἀναστήση ἕναν
῞Ελληνα. Φθάνει καί ἕνας». Ἀκόμη πίστευε: «Καί ἕνας Χριστιανός νά μείνη μό-
νο, ὁ Χριστός θά κάνει τό σχέδιό Του». ῞Οταν ἄλλοι μιλοῦσαν γιά δυσάρεστες
μελλοντικές ἐξελίξεις στό Ἔθνος καί ἔσπερναν τόν φόβο, ὁ Γέροντας μετέδιδε
αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα˙ μιλοῦσε γιά ἀναστημένη Ἑλλάδα καί γιά ἀνάκτηση τῆς
Ἁγια-Σοφιᾶς. «Ὑπάρχει καί Θεός˙ τόν Θεό ποῦ τόν ἔχεις βάλει;», εἶπε σέ κάποι-
ον κληρικό πού ἔβλεπε τό μέλλον τῆς Πατρίδος ζοφερό.
῎Ελεγε: «Ἄν δέν εἶχα ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν ξέρω τί θά γινόμουν. Ὁ ἄν-
θρωπος νά ἐνεργῆ μέχρις ἑνός σημείου. Μετά ὁ Θεός. Νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπι-
στοσύνη». Αὐτό δέν ἦταν γιά τόν Γέροντα μιά ἀκαθόριστη ἐλπίδα, ἀλλά χειρο-
πιαστή βεβαιότητα, μαρτυρουμένη μάλιστα μέ ἄπειρα παραδείγματα.
Στήν ζωή του δοκίμασε πάμπολλες φορές τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέ διαφό-
ρους τρόπους. Ὡς στρατιώτης εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο καί τό χάρισε. ῎Επειτα ζητοῦσε
νά βρῆ Εὐαγγέλιο, νά διαβάζη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. ῎Εστειλαν στήν Μονάδα τους
τά Χριστούγεννα 200 δέματα, καί μόνο στό δικό του ὑπῆρχε Εὐαγγέλιο.

Φιλότιμο.



Φιλότιμο, κατά τόν Γέροντα, «εἶναι εὐλαβικό ἀπόσταγμα τῆς καλωσύνης, ἡ
λαμπικαρισμένη ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Τότε ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη
ἀπό μεγάλη εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, καί ἀπό
πνευματική λεπτότητα (εὐαισθησία), προσπαθεῖ νά ἀνταποδώση καί τήν παρα-
μικρή καλωσύνη πού τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι». ῞Ο,τι γίνεται πέρα ἀπό καθῆκον καί
ὑποχρέωση, χωρίς νά ζητηθῆ, ἀπό ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, αὐτό εἶναι τό φιλότιμο.
῞Ολες οἱ ἐνέργειες τοῦ Γέροντα χαρακτηρίζονται ἀπό αὐτήν τήν ἀρετή. Ἀπό
τήν ἁπλῆ βοήθεια σέ κάποιον, ὥς τήν αὐτοθυσία του στόν πόλεμο γιά νά μήν
κινδυνεύσουν καί σκοτωθοῦν ἄλλοι, καί ἐν συνεχείᾳ στήν μοναχική ζωή, μέ το-
ύς φιλότιμους ἀγῶνες του πού ξεπερνοῦσαν τήν ἀντοχή του. Τόν συγκινοῦσε,
ὅταν ἔβλεπε καί στούς ἄλλους φιλότιμο. ῎Ελεγε: «Νά κινούμαστε μέ φιλότιμο.
Τά φιλότιμα παιδιά προσέχουν, πῶς νά ξεκουράσουν καί νά εὐχαριστήσουν
τούς γονεῖς. Ἐμεῖς οἱ μοναχοί νά γνωρίζουμε τί ἀναπαύει τόν Γέροντα καί νά
τό κάνουμε πρίν μᾶς τό πῆ. Νά ἔχετε φιλότιμο καί νά μήν ἐκμεταλλεύεστε τήν
καλωσύνη τῶν ἄλλων. Ὁ φιλότιμος βομβαρδίζεται ἀπό εὐλογία, ἐνῶ ὁ γκρινιά-
ρης γεννᾶ κακομοιριά. Ἡ καρδιά δέν καθαρίζεται μέ «κλίν»30, ἀλλά μέ φιλότιμο.
Νά μήν ἀφήνουμε τόν ἄλλον νά κουράζεται. Νά γινώμαστε θυσία. Μιά γυναί-
κα ἔλεγε: «Ἀφοῦ ὁ Χριστός πικράθηκε καί ἐγώ τόν πίκρανα, δέν θέλω νά ἔχω
χαρά». Καί εἶχε μιά χαρά! ῎Ελεγε στούς ἄλλους νά προσευχηθοῦν νά μήν ἔχη
χαρά, ἀλλά νά πονᾶ γιά τόν Χριστό. Τί φιλότιμο! Καί ὅσο ἔλεγε αὐτά, ἄλλη τό-
ση χαρά καί ἀγαλλίαση εἶχε. Αὐτή βγῆκε ἀπό τόν ἑαυτό της».
Συνιστοῦσε ὁ Γέροντας: «Νά κάνουμε τό καλό ὄχι ὠφελιμιστικά, οὔτε νομικά,

ἀλλά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό. Τότε ὄχι μόνο μέ εὐκολία κάνω ὅ,τι ὑποχρεοῦ-
μαι, ἀλλά θυσιάζω καί ὅ,τι δικαιοῦμαι».
Τό φιλότιμο, αὐτή ἡ χαρακτηριστική του ἀρετή, λαϊκό τόν ἀνέδειξε εὐεργέτη,
στρατιώτη ἥρωα καί μοναχό Ἅγιο.

Ἐργάτης καί κήρυξ μετανοίας.



Ἐπιστρέφοντας ἀπό μιά ἔξοδό του στόν κόσμο ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἡ ἁμαρτία
σήμερα ἔγινε τῆς μόδας. Οὔτε τό δέκα τοῖς ἑκατό δέν ἦταν ἐξομολογημένοι ἀπό
αὐτούς πού εἶδα. Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη καί κάθε μέρα νά ἐξομολογοῦμαι καί αὐτοί
δέν βρίσκουν ἁμαρτίες!».
Ὁ Γέροντας ἐκινεῖτο σέ ἄλλον πνευματικό χῶρο. Ἀξιολογοῦσε διαφορετικά
τίς πράξεις του. Γιά τούς ἄλλους εὕρισκε πάντα ἐλαφρυντικά, τόν ἑαυτό του
ὅμως τόν ἔκρινε αὐστηρά. Ἔλεγε: «Τεκμήριο γνησιότητος τῆς πνευματικῆς ζω-
ῆς κάποιου εἶναι ἡ μεγάλη αὐστηρότητα στόν ἑαυτό του καί ἡ πολλή ἐπιείκεια
στούς ἄλλους. Νά μήν χρησιμοποιῆ τούς κανόνες γιά κανόνια ἐναντίον τῶν ἄλ-
λων». ῎Εκανε λεπτή πνευματική ἐργασία, μετανοοῦσε, ἐξωμολογεῖτο καί ἔκανε
μέ φιλότιμο αὐτοπροαίρετες ἀσκήσεις καί κανόνες, μιμούμενος τούς Ἁγίους.
Ἀνέφερε: «῞Οταν ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, τό πίστευαν. Τά πνευμα-
τικά τους μάτια εἶχαν γίνει σάν μικροσκόπια καί ἔβλεπαν καί τά παραμικρά
σφάλματά τους σάν μεγάλα».
῞Οποιος ἄκουγε τόν Γέροντα νά μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του, θά σχημάτιζε τήν
ἐντύπωση ὅτι εἶναι μεγάλος ἁμαρτωλός. Ζοῦσε ἔντονα τήν μετάνοια, ἀλλά μέ-
σα του εἶχε παρηγοριά καί χαρά πού ξεχείλιζε.
Ἡ μετάνοιά του ἦταν φλογερή, γι᾿ αὐτό αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐξομολο-
γῆται συχνά. Γιά ἕνα διάστημα, ἐκτός τῶν ἄλλων ἀσκήσεων ἔκανε καί ἑβδομή-
ντα ἑπτά κομποσχοίνια τριακοσάρια μέ σταυρούς. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό συμβο-
λικά τήν ἑβδομηκοντάκις ἑπτά συγχώρηση. Αὐτός ἦταν ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός,

ὅπως πίστευε, καί ζητοῦσε διακαῶς ἀπό τόν Θεό τό ἔλεος καί τήν συγχώρηση
τῶν ἁμαρτιῶν του.
Κληρικός προσκυνητής παραβρέθηκε σέ ἀγρυπνία στήν Ἱ. Μονή Σταυρονική-
τα. Ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό κάποιον μοναχό πού καθόταν στό διπλανό στασίδι καί
σέ ὅλη τήν ἀγρυπνία ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Προσπαθοῦσε νά μή γίνη ἀντιληπτός,
ἀλλά δέν τά κατάφερε. Ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι ὁ μοναχός ἦταν ὁ π. Παΐσιος.
Πλήθη ἀνθρώπων προσέρχονταν, τοῦ ἄνοιγαν τήν καρδιά τους καί ζητοῦσαν
βοήθεια. Ὁ Γέροντας τούς ἐξηγοῦσε ὅτι δέν εἶναι Πνευματικός: «Πηγαίνετε σέ
κανέναν Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆτε». Κάποιος τοῦ ἀπάντησε: «Γέροντα,
στόν πεινασμένο μήν δείχνης στράτες, τίς στράτες τίς ξέρει. Ὁ πεινασμένος
κομμάτια θέλει νά χορτάση».
Ὁ Γέροντας τούς δεχόταν μέν, ἀλλά τούς ἐξηγοῦσε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ συζήτη-
ση καί ἡ συμβουλή καί ἄλλο τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Τόνιζε ὅτι εἶναι
ἀπαραίτητο νά πᾶνε στόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθοῦν καί νά τούς διαβάση
συγχωρητική εὐχή. Ὄχι μόνο γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά καί ὡς προ-
ϋπόθεση τῆς συζητήσεως μαζί του. «Πρίν ἀπό τήν ἐξομολόγηση, τό μυαλό εἶναι
θολωμένο», ἔλεγε, «καί δέν θά μπορέσουμε νά συνεννοηθοῦμε».
Λυπόταν γιά ὅσους δέν μετανοοῦσαν, καί εὐχόταν. Τούς ἀδιάφορους προ-
σπαθοῦσε νά τούς φέρη σέ συναίσθηση, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη νά ἐξομο-
λογηθοῦν.
῞Οταν ἔβλεπε κάποιον πού μετανοοῦσε καί ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, εἶχε ἔκδηλη
χαρά. Συνέπασχε μέ τούς μετανοοῦντες καί τούς ἐνίσχυε. Ἀποροῦσε καί στενοχω-
ριόταν γιά ὅσους λιποψυχοῦσαν καί ἀπογοητεύονταν ἀπό τίς πτώσεις τους στήν
ἁμαρτία. ῎Ελεγε: «Μά ἀφοῦ ὑπάρχει μετάνοια. Οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι μεγαλύτερες
ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;». Πρόσθετε: «Δέ μ᾿ ἐνδιαφέρει πόσο ἁμαρτωλός εἶναι κά-
ποιος. Μέ ἀνησυχεῖ, ἄν ἔχη γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὁ Θεός θά κρίνει ἀνάλογα μέ
τήν ἐργασία πού ἔχει κάνει ὁ καθένας στόν παλαιό του ἄνθρωπο. Ἡ ψυχή, ὅταν
κόψη τά ἐλαττώματά της, τότε θά παρουσιασθεῖ ὡραία στόν Χριστό».
Ἄν τοῦ ζητοῦσε ἀσθενής νά προσευχηθῆ γιά τήν ὑγεία του, συνιστοῦσε νά
ἐξομολογηθῆ καί νά κοινωνήση. Τό ἴδιο ἔλεγε σέ φοιτητές, γιά νά ἔχουν ἀπό-
δοση στά μαθήματα. Σέ ἀνδρόγυνα μέ προβλήματα συνιστοῦσε νά ἔχουν Πνευ-
ματικό, νά ἐξομολογοῦνται, νά κοινωνοῦν καί νά ζοῦν πνευματικά. Ὡς κοινό
καί ἰσχυρό φάρμακο γιά ὅλες τίς περιπτώσεις ὑποδείκνυε τήν μετάνοια. Αὐτή
ἀποτελοῦσε τόν πυρῆνα τοῦ κηρύγματός του.
Λυπόταν πού «χάθηκε ἡ αἴσθηση μετανοίας ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἁμαρτά-
νουν καί δέν τούς ἐλέγχει ἡ συνείδησή τους. Ὁ ἑαυτός μας ἔχει ἀτέλειωτη δου-
λειά. Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ, ὅπως ἕνα ξυλόγλυπτο πού μπορεῖ νά τό
δουλεύη κανείς σέ ὅλη του τήν ζωή μέ φακό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀρχίση δουλειά
μέ τόν ἑαυτό του, θά τοῦ βρεῖ δουλειά ὁ διάβολος νά ἀσχολῆται μέ τούς ἄλλους.
Χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε πνευματική εὐαισθησία. Ὁ Χριστιανός πρέπει νά
βλέπη τά πάθη πού ἔχει μέσα του, νά μετανοῆ γι᾿ αὐτά καί ὄχι νά ξεχνάη. Οἱ
Εὐρωπαῖοι καπακώνουν τήν συνείδησή τους καί μετά ζοῦν σέ μιά κατάσταση,
πού οὔτε ἔχουν τίποτε, οὔτε καλά εἶναι. ῞Οταν συμβαίνη κάτι, δέν πρέπει νά στε-
νοχωρούμαστε, ἀλλά νά τακτοποιούμαστε. Ἐγώ, ὅταν ἔβλεπα καμμιά ἁμαρτία
μου, χαιρόμουνα, ἐπειδή ἀποκαλύφθηκε ἡ πληγή μου γιά νά τήν θεραπεύσω.ὅσο
ἡ μή ἀναγνώριση αὐτοῦ πού ἔκανε. Ἐφ᾿ ὅσον γελᾶ, δέν ἀναγνωρίζει τό
σφάλμα του καί θά σπάσει καί ἄλλο. Πρέπει νά λυπηθῆ κανείς κατ᾿ ἀναλογί-
αν τοῦ σφάλματός του, διότι ἀλλιῶς πέφτει στά ἴδια».
Δίδασκε ἀπό τήν πεῖρα του: «Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευ-
ματική ζωή. Ἄν μετανοήσουμε εἰλικρινά γιά κάποιο σφάλμα μας, δέν χρειάζε-
ται νά τό ξεπληρώσουμε μέ κάποια ἀρρώστια. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός τίς ἀρρώστιες
ἤ τίς ἀδικίες γιά τά ἐν ἀγνοίᾳ σφάλματά μας».

Ἀκόμη συνιστοῦσε σέ ὅλους «μετάνοια, γιά νά ἀποφευχθῆ ὁ πόλεμος, διότι,
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τίς ἁμαρτίες μας προκαλοῦμε τούς πολέμους. Ὁ κόσμος αὐτός
χάλασε, γι᾿ αὐτό καί θά καταστραφεῖ (ἄν δέν μετανοήση). Μοιάζει μ᾿ ἕνα τσου-
βάλι τρύπιο πού δέν ἐπιδέχεται μπάλωμα. Ἴσως ὁ Θεός μπορέση νά φτειάξη ἀπ᾿
τό τρύπιο τσουβάλι κανένα μικρό σακκουλάκι». Ἔλεγε σέ κάποιο μοναχό: «Εἴμα-
στε ὑπεύθυνοι γιά ὅ,τι συμβαίνει˙ τό καταλαβαίνεις; Ἕνας πού προσπαθεῖ νά
γίνη καλύτερος, ἐπηρεάζει καί τούς γύρω του καί ὅλο τόν κόσμο. Ἄν ἐγώ ἤμουν
ἅγιος, μέ τήν προσευχή μου θά βοηθοῦσα πολύ». Ἰδιαίτερα γιά τούς μοναχούς
ἔλεγε ὅτι ντύνονται τήν μετάνοια. ῞Ολη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι μετάνοια.
Αὐτή τήν σωτήριο μετάνοια ντύθηκε ὁ Γέροντας καί ἀναδείχθηκε μέγας ἐρ-
γάτης καί κήρυκας τῆς μετανοίας.



«Πλουτοταπείνωσις»



Ὅπως τό ἅλας μπαίνει σέ ὅλα τά φαγητά καί τά νοστιμίζει, ἔτσι καί στήν
ζωή τοῦ Γέροντα, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις, στά λόγια, στά γραπτά, στίς
σχέσεις του μέ τούς ἄλλους, συναντοῦμε τήν ταπεινοφροσύνη. Ἐνδύ-
θηκε ἡ ψυχή του σάν ἔνδυμα τήν ταπείνωση, τήν «στολή τῆς θεότητος»28.
Τά θαύματα καί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ἀντί νά τοῦ φέρνουν λογισμούς
ὑπερηφανείας, γίνονταν ἀφορμές ταπεινώσεως καί μεγαλυτέρου ἀγῶνος. Αὐ-
τή εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ταπεινώσεώς του. Ταπείνωση ἀρχοντική, «πλουτο-
ταπείνωσις»29.
Ἀποστρεφόταν καί ἀπέφευγε τίς τιμές, τίς διακρίσεις, τά ἀξιώματα, τήν προ-
βολή, ὅπως ἡ μέλισσα τόν καπνό. Εἶχε βαθειά καί ἀληθινή ταπεινοφροσύνη,
ὅπως φαίνεται ἀπό αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις του.
Στήν Κέρκυρα ὅταν συνάντησε τόν φίλο καί συστρατιώτη του Παντελῆ Τζέκο,
ἐκεῖνος τόν σύστησε στήν μητέρα του: «Αὐτός εἶναι πού μέ ἔσωσε». Ὁ Γέροντας
τινάχθηκε ἐπάνω καί εἶπε ζωηρά: «῎Οχι, ὄχι ἐγώ, ὁ Κύριος».
Στήν ἐπικοινωνία μαζί του δέν ἔνιωθες διαφορά, δέν σέ ἄφηνε νά αἰσθάνε-
σαι κατώτερος, γιατί ὁ ἴδιος δέν αἰσθανόταν ὅτι στέκεται ψηλότερα, ἀλλά ἔβλε-
πε τούς ἄλλους ἀνωτέρους του.
Ἔλεγε γιά τήν ταπείνωση: «Δέν ἀρκεῖ μόνο νά διώχνουμε τούς λογισμούς
ὑπερηφανείας, ἀλλά νά σκεφθοῦμε τήν θυσία καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί
τήν δική μας ἀχαριστία. Τότε ἡ καρδιά μας καί γρανιτένια νά εἶναι ραγίζει.
Θέλοντας νά δείξη τά ἀποτελέσματα τῆς ταπεινώσεως ἀνέφερε τό ἑξῆς:
«Μιά φορά ἕνα γατάκι ἦταν ἄρρωστο. Τό καημένο, πήγαινε νά κάνη ἐμετό καί
δυσκολευόταν πολύ, δέν μποροῦσε. Τό πόνεσα πού ὑπέφερε. Τό σταύρωσα, τίπο-
τε! «Βρέ χαμένε», λέω στόν ἑαυτό μου, «ἕνα γατάκι δέν μπορεῖς νά βοηθήσης».
῞Οταν ταπεινώθηκα, ἀμέσως ἔγινε καλά».
Γιά νά ἀποφύγη τίς ἐκδηλώσεις τιμῆς κατά τήν κηδεία του, ἀλλά καί στήν
συνέχεια, ἐπιθυμοῦσε νά κοιμηθῆ καί νά ταφῆ ἀφανῶς στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλά

ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό, ταπεινά ὑπά-
κουσε καί ἔκοψε καί τήν τελευταία ἐπιθυμία του. Μόνο ζήτησε νά μήν κληθῆ
κανείς στήν κηδεία του.
* * *
Ὁ γέροντας Παΐσιος εἶχε τήν μακαρία ἁπλότητα, εἶχε ἁγιότητα βίου, ἔβλεπε
τό ἄκτιστο φῶς καί ζοῦσε μεγάλες καταστάσεις, ἀλλά εἶχε καί τήν πνευματι-
κή γνώση. Ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι αὐτά πού ζοῦσε ἦταν γεγονότα θεῖα, σπά-
νιες καταστάσεις χάριτος. Ἀλλά ἐγνώριζε καλύτερα ὅτι αὐτά ἦταν τοῦ Θεοῦ˙
δικές του ἦταν μόνο οἱ ἁμαρτίες. Εἶχε πλήρη συνείδηση ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν μιά
ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ στόν ἴδιο. Γι᾿ αὐτό ἔλεγε: «Εἶμαι ἕνα κονσερβοκούτι, πού
γυαλίζει στόν ἥλιο καί φαίνεται χρυσό, ἀλλά εἶναι ἄδειο. Ἄν μέ ἐγκαταλείψη ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ, θά γίνω ὁ πιό μεγάλος ἀλήτης καί θά γυρίζω μέσα στήν Ὁμό-
νοια, πού καί σάν λαϊκός δέν πάτησα ποτέ σέ καφενεῖο».
Τήν μεγάλη του ἄσκηση δέν τήν ἐλάμβανε καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν του, διότι τήν
ἔκανε ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί ὄχι «χάριν μισθαποδοσίας». ῎Ενιωθε ἐλε-
ημένος καί ὑποχρεωμένος στόν Θεό. Ἀναστέναζε καί πονοῦσε, διότι δέν εἶχε κά-
νει τίποτε. «Γνώρισα Ἁγίους καί ἔπρεπε νά κάνω πολλά», ἔλεγε. Ἔνιωθε ὅτι δέν
ἀνταποκρίθηκε, δέν κατώρθωσε νά προσφέρη αὐτά πού ἔπρεπε στόν Θεό.
Αὐτός ἦταν ὁ Γέροντας. Μέγας, βυθισμένος μέσα στήν ἄβυσσο τῆς «πλουτο-
ταπεινώσεώς» του, μέ πλήρη ἐπίγνωση τῶν θείων χαρισμάτων, ἀλλά καί τῆς
ἀναξιότητός του.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Θεραπεία δαιμονισμένης.



Ἕνα πρωινό τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1996 στήν ἔκθεση τῆς Μονῆς στήν
Σουρωτή βρίσκονταν ἐκεῖ ἡ ὑπεύθυνη ἀδελφή, ἕνα ἀνδρόγυνο μέ τό μικρό
τους κοριτσάκι καί τόν πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναῖκες καί ἕνας νεα-
ρός ἄνδρας. Ξαφνικά ἀκούστηκε μιά δυνατή κραυγή. Μιά ἀπό τίς μεσόκοπες
γυναῖκες, ἀρκετά εὔσωμη, σωριάστηκε στό πάτωμα καί ἄρχισε νά χτυπιέται
καί νά ὠρύεται ἄγρια. Κουνοῦσε τό κεφάλι γρήγορα πέρα-δῶθε. Τό θέαμα
ἦταν πολύ ἄσχημο. Ἡ γυναίκα μέ τό παιδάκι βγῆκαν ἔξω, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πλη-
σίασαν νά τήν βοηθήσουν. Ἡ γυναίκα μούγκριζε, ἀγκομαχοῦσε καί ἔλεγε
μέ μιά ἄγρια, ἀπειλητική, ἀνδρική φωνή: «Θά σᾶς κανονίσω ρέ ἐγώ πού δέν
πιστεύετε, θά σᾶς δείξω ἐγώ... νά, τώρα ἀκόμα λίγο καί θά σᾶς βάλω ὅλους
στό χέρι μέ τό 666... θά μέ προσκυνᾶτε ὅλοι... χαμένοι, ἠλίθιοι...» καί ἄλλες
βρισιές.
Ἔπειτα ἄρχισε νά τσιρίζη καί ἔδειχνε φοβισμένη. «Παΐσιε, μέ καῖς, μέ καῖς,
θέλεις νά μέ στείλης πίσω στά τάρταρα... Καί αὐτή ἡ χαμένη ὅλο σέ μονα-
στήρια μέ φέρνει... τί τήν βοηθᾶς; Μέ καῖς, μέ καῖς», καί στρίγγλιζε δυνατώ-
τερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, πού ὑπῆρχε φόβος νά σπάση τό κεφάλι της.
Ἦταν φανερό ὅτι τήν πείραζε ὁ δαίμονας.
«Ἄ... αααά, φώναζε πάλι... Νά, ἦρθε καί ἡ Μαρία τώρα... μέ καῖς Παΐσιε»,
εἶπε μέ μιά δυνατή φωνή καί ἔμεινε ἀκίνητη σάν νά λιποθύμησε.
Πλησίασαν διστακτικά οἱ παριστάμενοι γιά νά τήν βοηθήσουν, ἐνῶ οἱ γυ-
ναῖκες φρόντιζαν νά τήν σκεπάζουν μέ τά ροῦχα της. Ἀφοῦ τήν τακτοποίησαν,
τήν σήκωσαν ἀπό τό πάτωμα. Εἶχε ἀνοίξει τά μάτια της καί ἔκλαιγε ἤρεμα
καί βουβά. Μιά εὐχαριστία ξεχύθηκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της.
«Σ᾿ εὐχαριστῶ, Γέροντα... Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου», ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ
πολλή εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε, πῆγε μπροστά σέ μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
καί τῆς Παναγίας καί ἀναλύθηκε σέ δυνατούς λυγμούς: «Θεέ μου... Θεέ μου.
Πῶς μέ καταδέχθηκες τήν ἀνάξια... Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, σέ εὐχαριστῶ,
Γέροντα... Δέν ἄξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια».
Ἡ ὅλη σκηνή ἦταν πολύ συγκινητική. Ὕστερα χαιρέτησαν μέ εὐγνωμοσύ-
νη τήν ἀδελφή καί ἔφυγαν.
Ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε δαιμόνιο. Φεύγοντας ἀνέφερε ὅτι τό προηγούμενο
βράδυ εἶδε στόν ὕπνο της τόν γέροντα Παΐσιο πού τῆς εἶπε: «Ἔλα στόν τάφο
μου καί θά σέ κάνω καλά». Ἦρθε στό Μοναστήρι, ρώτησε ποῦ εἶναι ὁ τάφος
τοῦ Γέροντα, προσκύνησε τόν τάφο καί ὕστερα ἦρθαν στήν ἔκθεση, ὅπου συ-
νέβησαν τά παραπάνω.

Τό κασκόλ του ἐξαφανίζει ὄγκο.



Μαρτυρία Φιλίτσας... ἀπό τόν Βόλο:
«Βρέθηκα στήν δύσκολη θέση νά μήν μπορῶ νά βοηθήσω καί νά ἠρεμήσω,
τήν ἀπελπισμένη ἀδερφή μου, μετά ἀπό τήν ἔνδειξη ὄγκου στήν μαστογραφία
πού ἔκανε.
»Μέ σεβασμό ζήτησα ἀπό ἀγαπητή μου φίλη τήν πολύτιμη κληρονομιά της,
τό κασκόλ τοῦ σεβαστοῦ γέροντος Παϊσίου. Κρατώντας το σφιχτά στήν ἀγκαλιά

μου, μέ χέρια τρεμάμενα, μέ ἔντονο χτυποκάρδι, ἔτρεξα καί τό ἐνα-
πόθεσα στήν ἀγκαλιά τῆς πασχούσης. Ἐκείνη μέ δάκρυα στά μάτια
πῆγε στό εἰκόνισμα καί προσευχήθηκε. Τῆς εὐχήθηκα περαστικά, καί
τό ἐπέστρεψα ἀμέσως στήν φίλη μου.
»Μετά ἀπό 4-5 μέρες ἡ ἄρρωστη ἐπανέλαβε τήν μαστογραφία. Τό
θαῦμα εἶχε γίνει. Ἡ μαστογραφία ἦταν πεντακάθαρη. Ὁ ὄγκος εἶχε
ἐξαφανιστῆ. Μεγάλη ἡ χάρι τοῦ γέροντος Παϊσίου».

Πνευματικές νεκραναστάσεις.



Τά περισσότερα ἀλλά καί μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Γέροντα εἶναι τά ἠθικά
θαύματα. Πολλοί ἄνθρωποι ἀδιάφοροι θρησκευτικά, ἄθεοι ἐκ πεποιθήσεως, χω-
ρίς ἠθικούς φραγμούς, εἴτε μετά ἀπό κάποια μεταθανάτια ἐμφάνισή του, εἴτε
συχνότερα ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου του ἀναστήθηκαν πνευματικά,
εἰσῆλθαν μέ ζῆλο στήν Ἐκκλησία καί κάποιοι καί στό μοναχικό στάδιο.
Νέος ζοῦσε στήν ἄγνοια καί στήν ἁμαρτία. Ὄχι τυχαῖα ἔπεσαν στά χέρια
του οἱ Ἐπιστολές τοῦ Γέροντα, καί κυριολεκτικά συγκλονίστηκε. Ἄλλαξε ἡ ζωή
του καί ἐπιθυμεῖ τόν μοναχικό βίο.
«Ἐγώ πρίν ἕξι χρόνια», ὁμολογεῖ ἕνας νέος ἀπό τούς πολλούς, «ἤμουν ἀναρ-
χικός. Φοροῦσα σκουλαρίκια καί ἔπαιρνα ναρκωτικά. Κάποιος ἀπό τήν παρέα
μου εἶχε ἕνα βιβλίο τοῦ π. Παϊσίου καί μοῦ τό ἔδωσε. Ἀπό περιέργεια τό ξε-
φύλλισα, μοῦ κίνησε τό ἐνδιαφέρον καί τό τελείωσα μέσα σέ μιά νύχτα. Ἀπό
τότε ἄλλαξε ἡ ζωή μου».

Ἐπεμβάσεις σέ τροχαῖα.



Ὁ κ. Στ. ἀπό τήν Καλαμάτα, κάτοικος Ἀθηνῶν, ταξίδευε μέ τό αὐτοκίνητό
του πρός τά Ἰωάννινα. Καθ᾿ ὁδόν ἔπεσε θῦμα ἰσχυρῆς μετωπικῆς συγκρούσε-
ως, κατά τήν ὁποία τό αὐτοκίνητό του κυριολεκτικά διαλύθηκε καί ὁ ἴδιος τραυ-
ματίστηκε σοβαρά στό κεφάλι. Μεταφέρθηκε ἀναίσθητος στό Νοσοκομεῖο καί
μπῆκε στήν ἐντατική.
Ἐνῶ εὑρίσκετο στήν κατάσταση αὐτή, εἶδε μία φωτεινή νεφέλη καί στό μέσον
ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Παρ᾿ ὅτι δέν εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία,
ἐπειδή ἐκεῖνες τίς ἡμέρες εἶχε ἀκούσει ἀπό γνωστό του γιά κάποιον χαρισμα-
τοῦχο γέροντα Παΐσιο, μέσα στήν ἔκπληξή του ρώτησε αὐθόρμητα τόν ἄγνω-
στο μοναχό:
– Εἶσαι ὁ γέροντας Παΐσιος;
Ὁ Γέροντας δέν ἀπάντησε. Χαμογέλασε, τόν χάιδεψε ἐλαφρά στό κεφάλι
καί τοῦ εἶπε:
– Μή φοβᾶσαι˙ θά γίνεις καλά!
Ὁ Στ. συνῆλθε. Ἄν καί σαστισμένος ἀπό τό παράδοξο τοῦ πράγματος, καί
παρόλο πού ἀγνοοῦσε τόν θαυμαστό ἐπισκέπτη του, πίστεψε στήν διαβεβαίωσή
του. Τήν διηγήθηκε μάλιστα μέ ἔντονο ὕφος καί στούς γιατρούς. Καί αὐτοί ἔκπλη-
κτοι διαπιστώνοντας τήν ἀνθρωπίνως ἀνεξήγητη βελτίωσή του, ὡμολόγησαν:
– Ὄντως πρόκειται γιά θαῦμα!
Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό Νοσοκομεῖο, στόν δρόμο περνώντας μπροστά ἀπό ἕνα
βιβλιοπωλεῖο ἔκπληκτος ἀντίκρυσε στήν βιτρίνα τόν σωτῆρα του. Ἀνεγνώρισε
τήν μορφή του στό ἐξώφυλλο ἑνός βιβλίου. Ἔτσι ἀνεκάλυψε τόν εὐεργέτη του
καί γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη τό ἀγόρασε καί τό διάβασε.
Συγκινημένος ἦλθε νά προσκυνήση στήν «Παναγούδα» (Ἰανουάριος 1998),
ὅπου καί διηγήθηκε τά ἀνωτέρω. Ἐκτός τοῦ ὅτι τόν διέσωσε ἀπό βέβαιο σωμα-

τικό θάνατο, ἡ ἐπέμβαση τοῦ Γέροντα ἄλλαξε καί ριζικά τήν ζωή του. Ἀνεζήτη-
σε πνευματικό καί ἐξωμολογήθηκε. Σταμάτησε τήν κοσμική ζωή παρά τίς ἔντο-
νες πιέσεις τῶν συγγενῶν. «Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά συνεχίσω τά ἴδια˙ στόν νοῦ
μου ἔρχεται συνέχεια τό χαμογελαστό φωτεινό πρόσωπο τοῦ Γέροντα», ἔλεγε
μέ δάκρυα στά μάτια.
*
Διήγηση εὐλαβοῦς ἐγγάμου Ἱερέως πού σπουδάζει στήν Θεσσαλονίκη. «Πρό
καιροῦ ἦρθε ἕνας νέος καί μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἐγώ χθές ἔπρεπε νά εἶχα πεθάνει,
ἀλλά ὁ Θεός μέ ἔσωσε. Καθώς ἔτρεχα μέ μεγάλη ταχύτητα χτύπησα μέ τήν
μοτοσυκλέττα μου ἐπάνω σέ ἕνα αὐτοκίνητο καί πετάχθηκα μακρυά. Τήν στιγ-
μή ἐκείνη εἶδα ἕναν παππούλη νά μέ πιάνη γερά ἀπό τό δεξί χέρι καί ἔτσι δέν
ἔπαθα τίποτε».
»Ἐγώ (ὁ ἱερεύς) τοῦ ἔδειξα μερικές εἰκόνες Ἁγίων καί φωτογραφίες συγχρό-
νων Γερόντων. Μόλις εἶδε τόν γέροντα Παΐσιο, φώναξε συγκινημένος: «Αὐτός
ἦταν».
»Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ξαναῆρθε καί μοῦ ἀνέφερε ὅτι ἐκ τῶν ὑστέρων
ἀνεκάλυψε στό τσεπάκι τοῦ μπουφάν του, στόν δεξιό βραχίονα (ἀκριβῶς ἐκεῖ
πού τόν ἔπιασε ὁ Γέροντας), δύο μικρές εἰκονίτσες, μιά τοῦ Χριστοῦ καί μιά τοῦ
γέροντος Παϊσίου πού τίς εἶχε βάλει ἡ μητέρα του κρυφά».

Διάσωση παιδιοῦ.



Ὁ π. Χρῆστος Τσάνταλης ἀπό τή Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης καί ἐφημέ-
ριος Κερασιᾶς, μέ ἐννέα παιδιά, καταθέτει: «Μερικά ἀπό τά παιδιά μου ἔπαιζαν
στήν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ καί κάποια στιγμή ἄρχισαν νά πηδοῦν τόν φωταγω-
γό. Ἕνα ἀγοράκι μου ἕξι ἐτῶν, πού ἀκόμη δέν μιλάει καλά, θέλησε καί αὐτό
νά πηδήξη. Βρέθηκε στό κενό καί σάν βολίδα ἔφυγε πρός τά κάτω. Ἔπεσε ἀπό
τόν τρίτο ὄροφο. Ἦλθαν τά παιδιά τρομαγμένα καί μοῦ τό εἶπαν. Ἔτρεξα μέ
χτυποκάρδι στό βάθος τοῦ φωταγωγοῦ, γιά νά περιμαζέψω τό μικρό. Ἔμεινα ἔκ-
πληκτος ὅταν τό εἶδα νά ἔρχεται πρός τό μέρος μου κατακίτρινο ἀπό τόν φόβο.
Τό πῆγα στό Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροί τό ἐξέτασαν καί εἶπαν ὅτι δέν ἔχει τίποτε,
οὔτε τό παραμικρό τραῦμα.
»Καταλάβαμε ὅτι πρόκειται περί θαύματος, καί σκέφθηκα πώς ἡ θαυματουρ-
γός εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Νέας Μηχανιώνας ἔσωσε τό παιδί. Τό πῆγα στήν
εἰκόνα της καί τό ρώτησα: «Αὐτή σέ φύλαξε;». Αὐτό ἀπάντησε «ὄχι». Μέ ὡδή-
γησε στήν φωτογραφία τοῦ π. Παϊσίου καί μοῦ τόν ἔδειξε μέ τό δάκτυλο (ὅτι
δηλαδή αὐτός μέ κράτησε)».

Εὐωδία.



Τό χάρισμα τῆς εὐωδίας καί μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντα δέν ἐξαφανίστη-
κε. Πολλοί αἰσθάνονται εὐωδία, ὅταν προσκυνοῦν τόν τάφο του, ὅταν ἐπισκέ-
πτωνται τό Κελλί του στό Ἅγιον Ὄρος, ἤ ἄλλοι αἰσθάνονται εὐωδία ἐξερχόμενη
ἀπό προσωπικά ἀντικείμενα ἤ ροῦχα του.
Ὅπως μαρτυροῦν οἱ πατέρες πού διαδέχθηκαν τόν Γέροντα στό Κελλί του,
«τόν πρῶτο καιρό μετά τήν κοίμησή του σχεδόν ὅλοι οἱ ἐπισκεπτόμενοι τό Κελ-
λί αἰσθάνονταν αὐτή τήν ξεχωριστή εὐωδία.
Μαρτυρεῖ ὁ π. Ἀ. Κ.: «Τήν χρονιά πού ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας ἔγινε Λειτουρ-
γία τήν ἡμέρα πού ἑώρταζε τό Κελλί του. Αἰσθάνθηκα κατά τήν ὥρα τῆς θείας
Λειτουργίας ἰσχυρή εὐωδία, ἡ ὁποία μέ συνώδευσε μέχρι τό Κουτλουμούσι καί
ἔπειτα χάθηκε».

«Οὐκ ἀπέστη ἡμῶν»



Ὁ Γέροντας δέν ἔπαυσε νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους καί μετά τήν κοίμη-
σή του. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στόν Γέροντα καί ζητοῦν τίς πρε-
σβεῖες του, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἁγιότητά του. Ὁ τάφος του ἔγινε
πανορθόδοξο προσκύνημα. Ἔχει πολλή εὐλογία καί χάρι. Συγκεντρώνει τούς πο-
νεμένους καί παρηγορεῖ τούς θλιμμένους. Θεραπεύονται ἀσθενεῖς καί γίνονται
πολλά θαύματα. Καί τό Κελλάκι του στό Ἅγιον Ὄρος ἔγινε ἐπίσης προσκύνημα.
Καθημερινά περνοῦν ἐπισκέπτες πού εἶχαν γνωρίσει τόν Γέροντα καί εὐεργετή-
θηκαν, γιά νά τόν εὐχαριστήσουν ἤ ἄλλοι γιά νά δοῦν ποῦ ζοῦσε.
Τά θαυμαστά γεγονότα πού κάνουν οἱ Ἅγιοι, ἐμφανίσεις καί θεραπεῖες, τά
βλέπουμε καί στόν Γέροντα καί μετά τήν κοίμησή του. Ἰδιαιτέρως θεραπεύει καρ-
κινοπαθεῖς καί δαιμονισμένους. Ἐμφανίζεται καί σώζει πολλούς ἀπό τροχαῖα
δυστυχήματα. Πολλοί ἀσθενεῖς τόν εἶδαν μέσα στά Νοσοκομεῖα. Διάφορα προ-
σωπικά του ἀντικείμενα θαυματουργοῦν καί ἐκπέμπουν ἄρρητη εὐωδία.
Εἶναι ἀμέτρητα τά μετά τήν κοίμηση θαύματα τοῦ Γέροντα καί συνεχῶς γί-
νονται καί νέα.
«Διά τοῦ λόγου τό ἀληθές» σημειώνονται στήν συνέχεια ἐπιλεκτικά ἐλάχι-
στα, ἐπιβεβαιωμένα καί μαρτυρημένα ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες.

Μακαρία καί ἀφανής κοίμηση.



Ἐνῶ ὑποτασσόταν ταπεινά στίς ὑποδείξεις τῶν γιατρῶν, κάποια ἡμέρα κά-
λεσε τόν γιατρό καί τοῦ εἶπε:
–Ἐδῶ θά σταματήσουμε τήν θεραπεία.
–Γιατί, Γέροντα;
–Τώρα θά κάνεις ὑπακοή ἐσύ. Θά δώσεις ἐντολή νά σταματήσουμε. Τώρα
δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Χθές θέλησα νά προσευχηθῶ γονατιστός καί δέν
μπόρεσα. Δέν μπορῶ νά δῶ κανέναν˙ ἔληξε ἡ ἀποστολή μου. Αὐτό ἦταν. Ἐδῶ
θά μέ ἀφήσετε.
–Γέροντα, τό συκώτι σας πρήστηκε καί σᾶς πονάει, τοῦ εἶπα, γιατί εἶχε κάνει
μεταστάσεις φοβερές.
»Χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε:
– Ἄ, αὐτό εἶναι τό καμάρι μου, μή στενοχωριέσαι. Αὐτό μέ κράτησε ὥς τά
ἑβδομήντα, καί αὐτό τώρα μέ στέλνει, ὅσο πιό γρήγορα μπορεῖ, ἐκεῖ πού πρέπει
νά πάω. Μή στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό, μιά χαρά εἶμαι».

Δέν δεχόταν νά κάνη ἐνέσεις παυσίπονες. Δέν ἤθελε νά λείψη τελείως ὁ
πόνος.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψη στό Ἅγιον Ὄρος. Νά κοιμηθῆ καί νά
ταφῆ ἀφανῶς στό Περιβόλι τῆς Παναγίας,
Αλλά καί πάλι ἐμποδίστηκε ἀπό νέα ἐπιδείνωση τῆς ἀσθενείας. Πίσω ἀπό
αὐτές τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια κρυβόταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή νά
ταφῆ ἔξω στόν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι, ὅσο τόν εἶχαν ἀνάγκη, ὅταν ζοῦσε, ἄλλο
τόσο θά τόν χρειάζονταν καί μετά τήν κοίμησή του.
Οἱ πόνοι συνεχῶς ἐπιτείνονταν καί ἔφθασαν πλέον νά ἰσοτιμοῦνται μέ τούς
πόνους τῶν μαρτύρων.
Δέν πανικοβαλλόταν, δέν γόγγυζε, ἀλλά ὑπέμενε καί δοξολογοῦσε.
Ἔλεγε: «Ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστιες, δέν μέ ὠφέλησε ἡ ἄσκηση πού σάν
μοναχός ἔκανα τόσα χρόνια».
Στήν ἑορτή τῆς ἁγίας Εὐφημίας, 11 Ἰουλίου (ν.ἡ.), ἡμέρα Δευτέρα, κοινώ-
νησε γιά τελευταία φορά γονατιστός στό κρεββάτι του, ἀφοῦ πλέον ἀδυνα-
τοῦσε νά μεταβῆ στήν Ἐκκλησία.
Εἶχε σταματήσει νά βλέπη κόσμο. Ἤθελε νά εἶναι μόνος, νά προσεύχεται
ἀπερίσπαστα καί νά προετοιμασθῆ καλύτερα γιά τήν ἔξοδό του. Ἐξυπηρε-
τεῖτο μέχρι τέλους μόνος, ἐταλαιπωρεῖτο ἀφάνταστα, ἦταν ὅμως χαρούμε-
νος καί εἰρηνικός.
Ὁ Γέροντας πέρασε τήν τελευταία νύχτα μαρτυρική. Ἐπεκαλεῖτο τήν Πα-ναγία μέσα στούς πόνους του: «Γλυκειά μου Παναγία», ἔλεγε. Ἔχασε τίς
αἰσθήσεις του γιά δύο ὧρες, καί ὅταν συνῆλθε, μέ σβησμένη φωνή εἶπε:
«Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο», καί ἔπειτα ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Ἦταν ἡ
12η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1994, ἡμέρα Τρίτη καί ὥρα 11η π.μ. καί μέ τό παλαιό
ἑορτολόγιο ἡ 29η Ἰουνίου, μνήμη τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου
καί Παύλου.
Ἐνταφιάσθηκε πίσω ἀπό τόν ναό τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, χωρίς νά μάθη καί χω-
ρίς νά κληθῆ κανείς στήν κηδεία του. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Γέροντα. Νά
γίνη ἀφανῶς ἡ κηδεία του.
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, πού ἔγινε γνωστή ἡ κοίμησή του, τό τί συνέβη εἶ-
ναι ἀπερίγραπτο. Ἀπό ὅλα τά μέρη μιά κοσμοσυρροή ξεχυνόταν γιά νά προ-
σκυνήσουν τόν τάφο του. Ἔβλεπε κανείς αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί
εὐλαβείας. Ἄλλοι τόν ἐπεκαλοῦντο ὡς Ἅγιο. Ἄλλοι ἀπό εὐλάβεια ἔπαιρναν
χῶμα ἀπό τόν τάφο του. Ὅσοι εἶχαν κάποιο προσωπικό του ἀντικείμενο τό
θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία.
Ἐπάνω στόν ἀπέριττο τάφο του,σέ μαρμάρινη πλάκα, χαράχθηκε τό ποί-
ημα πού γράφτηκε ἀπό τόν ἴδιο:


Πόνος καί ἀσθένειες.


Ὁ πόνος καί οἱ ἀσθένειες τοῦ εἶχαν γίνει σχεδόν μόνιμη κα-
τάσταση. Ὁ ἴδιος πονοῦσε ἀλλά παρηγοροῦσε τούς πονεμένους.
Ὅταν ἐγχειρίστηκε στούς πνεύμονες, κρυολόγησε καί τοῦ ἔδωσαν ἰσχυρή
ἀντιβίωση, ἐνῶ ἦταν νηστικός. Τοῦ φάνηκε «σάν νά ξεφλουδίστηκαν τά ἔντε-
ρά του». Ἔκτοτε ἀπέκτησε μεγάλη εὐαισθησία. Μέ τό παραμικρό κρυολόγημα
εἶχε ἐνοχλήσεις, γουργουρητά καί ἔβγαζε ἀφρούς καί αἷμα. Τό ἴδιο συνέβαινε
καί μέ ὁρισμένες τροφές.
Τά τελευταῖα χρόνια εἶχε συχνότερη αἱμορραγία στά ἔντερα, πού σταδιακά
αὔξανε. Ἐξαντλεῖτο ἀπό τήν αἱμορραγία καί τήν μεγάλη κούραση. «Μοῦ ἔρχεται
μερικές φορές νά σβήσω», ἔλεγε.
Μερικές φορές μάλιστα ἔπεφτε λιπόθυμος στήν αὐλή τῆς Καλύβης του, καί
ὅταν συνερχόταν εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, πού δέν τόν εἶδε κανείς.
Ἀπό τήν μεγάλη ἀπώλεια αἵματος τό πρόσωπό του ἔγινε κάτωχρο.
Ὁ Γέροντας δέν ἀνησυχοῦσε. Ὁ ἴδιος ἤξερε καλύτερα ἀπό τόν καθένα καί
γιά τήν ἀσθένεια καί γιά τό τέλος του, πού αἰσθανόταν νά πλησιάζη, ἀλλά δέν
τό ἔλεγε σέ ὅλους.
Ὁ Γέροντας, στίς 22 Ὀκτωβρίου 1993, βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τήν
ἀγρυπνία τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου στήν Σουρωτή. Αὐτή ὅμως ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ
τελευταία ἔξοδός του. Δέν θά ἐπέστρεφε πλέον οὔτε κεκοιμημένος.
Έν τῷ μεταξύ ἔπαθε εἰλεό. Ἔφραξαν τά ἔντερα, σταμάτησε γιά λίγο καί ἡ
αἱμορραγία. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάστηκε νά ὑποκύψη στίς παρακλήσεις
νά ὑποβληθῆ σέ ἐξετάσεις.
Ἡ ἀσθένειά του ἐξελίχθηκε ἐν συντομίᾳ ὡς ἑξῆς:
Στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο οἱ γιατροί διεπίστωσαν τήν ὕπαρξη προχωρημέ-
νου καρκίνου.
Ἀκολουθώντας τήν ὑπόδειξη τοῦ γιατροῦ πήγαινε γιά ἀκτινοβολίες, ὥστε νά
προετοιμασθῆ ὁ ὄγκος γιά τήν ἐγχείρηση. Ἀφαιρέθηκε ὁ ὄγκος τοῦ παχέος ἐντέ-
ρου, ἀλλά ἡ νόσος ἐξελισσόταν τρομερά γρήγορα. Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἦταν
χαριτωμένος καί εὐδιάθετος, καί ἔλεγε τά ὄμορφα ἀστεῖα του, σάν νά μήν ἦταν
αὐτός ὁ ἀσθενής. Παρηγοροῦσε καί ἀνακούφιζε ὅποιον πήγαινε κοντά του.
– Γέροντα, γιατί δέν κάνετε προσευχή νά σᾶς θεραπεύση ὁ Θεός, ἀφοῦ σᾶς
ἔχουμε τόσο ἀνάγκη, τόν ρώτησε κάποιος.

– Τί; Νά κοροϊδεύουμε τόν Θεό; Ἀφοῦ ἐγώ ζήτησα νά μοῦ δώση αὐτή τήν ἀρ-
ρώστια…

Ὁ Γέροντας καί οἱ νέοι.


Ὁ Γέροντας εἶχε ἰδιαίτερη πνευματική σχέση μέ τούς νέους. Τούς ἀγαποῦσε
πραγματικά σάν παιδιά του, ἐνδιαφερόταν νά βροῦν τόν δρόμο τους καί προσευ-
χόταν γι᾿ αὐτούς. Τούς βοηθοῦσε νά ὑπερβοῦν τίς δυσκολίες καί τά προβλήματά
τους. Συνέπασχε καί συμπονοῦσε μαζί τους. Αὐτοί διαισθανόμενοι τήν μεγάλη
του ἀγάπη, τοῦ εἶχαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη, τοῦ ἔκαναν ὑπακοή, καί κυριο-
λεκτικά τόν λάτρευαν. Ἔβλεπες στό Κελλί του ναρκωμανεῖς, ἀναρχικούς, παρα-
στρατημένους, ψυχασθενεῖς, μπερδεμένους, ἀπελπισμένους μέχρι αὐτοκτονίας...
Ἀφοῦ μέ τίς συμβουλές τοῦ Γέροντα μετανοοῦσαν καί συνέρχονταν, στήν συνέ-
χεια τόν ἐπισκέπτονταν ἀλλοιωμένοι πνευματικά, ἀλλά καί κήρυκες μετανοίας
στούς φίλους τους, πού τούς ἔφερναν μαζί τους στόν Γέροντα. Γιά νά φανῆ ὁ
τρόπος βοηθείας σημειώνονται ἐνδεικτικῶς λίγα περιστατικά:
*
Βοήθησε πολλούς τοξικομανεῖς νά ἀποτοξινωθοῦν. Στήν ἀρχή κατώρθωνε
νά ξυπνήση τό ἐνδιαφέρον τους, νά ἐπικοινωνήση μαζί τους κερδίζοντας τήν
ἐμπιστοσύνη τους. Τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή καί δέχονταν τίς συμβου-
λές του. Πολλοί μέ τήν προσευχή καί τήν βοήθειά του ἀπελευθερώθηκαν ἀπό
τό πάθος καί ἔγιναν θερμοί Χριστιανοί καί καλοί οἰκογενειάρχες. Ἔλεγε μέ συ-
μπόνια: «Τά καημένα, δέν μποροῦν νά συμμαζευτοῦν. Ἡ νεολαία σήμερα ἀχρη-
στεύεται μόνη της». Ὁ ἴδιος τούς ἔδενε τά κορδόνια ἀπό τά παπούτσια, ἔδιωχνε
τίς μύγες πού τούς ἐνωχλοῦσαν καί τακτοποιοῦσε τά μαλλιά τους πού ἔπεφταν
στά μάτια τους. Τούς συμβούλευε νά ἐξομολογηθοῦν, νά ζοῦν πνευματική ζωή,
νά βροῦν μιά ἁπλῆ ἐργασία, γιά νά ἀπασχολοῦνται. Συνιστοῦσε νά τρῶνε κα-
ρότα καί τούς ἔδινε καί ἄλλες πρακτικές ὁδηγίες. Τούς ἔστελνε σέ κατάλληλο
περιβάλλον γιά ἀποτοξίνωση, τούς βοηθοῦσε νά ἐνταχθοῦν στήν κοινωνία καί
νά δημιουργήσουν οἰκογένεια.
Κάποιος ναρκωμανής νέος, προσπαθοῦσε νά κόψη τό πάθος του ἀπό τό ὁποῖο
ὑπέφερε ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του. Ἄν καί μέσα του εἶχε μιά ἀμυδρά καί ἀκα-

θόριστη εἰκόνα γιά τόν π. Παΐσιο, ἐν τούτοις στήριξε σ᾿ αὐτόν τήν τελευταία του
ἐλπίδα. «Θἄχει αὐτός κανένα φάρμακο γιά νά τά κόψω», σκεφτόταν κατηφορί-
ζοντας πρός τήν «Παναγούδα». Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε χαμογελώ-
ντας: «Ἔλα, ἔλα˙ ἔχω κάτι καλά χάπια γιά σένα», καί τοῦ ἔβαλε στήν φούχτα
του λίγα φουντούκια.
Πράγματι τά «χάπια» του ἀποδείχθηκαν ἀποτελεσματικά καί ἔγινε τό θαῦ-
μα. Ἡ ἐξάρτηση τοῦ νέου ἀπό τά ναρκωτικά κόπηκε «μαχαίρι»!
*
Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις πού μανιώδεις καπνιστές ἔκοψαν τό τσιγάρο
χάρη στόν Γέροντα. Τά λόγια του δέν ἦταν ἁπλές συμβουλές ἀλλά εἶχαν δύνα-
μη. Ἔφερναν διάθεση ἀποστροφῆς πρός τό τσιγάρο καί κοβόταν ἡ ἐπιθυμία νά
καπνίσουν. Ἀλλά περισσότερο βοηθοῦσε μέ τήν προσευχή του.
*
Ὁ Γέροντας θεωροῦσε καταστρεπτική τήν ἐπίδραση τῆς τηλεοράσεως
γιά ὅλους καί ἰδιαίτερα γιά τά παιδιά καί τούς νέους. Ἀνέφερε μέ πόνο πε-
ριπτώσεις παιδιῶν πού οἱ γονεῖς τους, γιά νά ἔχουν τήν ἡσυχία τους, τά
ἄφηναν ὧρες νά βλέπουν τηλεόραση, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστρέφωνται
διανοητικά, ψυχικά καί σωματικά. Τόνιζε ἐπί πλέον τήν βλάβη πού φέρνει
στό σῶμα μέ τήν ἀκτινοβολία πού ἐκπέμπει στά κυοφορούμενα βρέφη καί
στά μικρά παιδιά. Μιλοῦσε ἀκόμη καί γιά δαιμονικές ἐπιδράσεις. Γι᾿ αὐτό
σέ κάθε εὐκαιρία ἀπέτρεπε ἀπό τήν τηλεόραση καί συμβούλευε νά τήν πε-
τάξουν ἀπό τό σπίτι δίνοντας στά παιδιά τους κάτι ἄλλο πνευματικό (βί-
ους Ἁγίων, ἀγρυπνίες καί προσκυνήματα) ἤ οὐδέτερο (ἀθῶα παιχνίδια καί
ἐκδρομές).

«Θά πάρουμε τήν Πόλη»



Μιά ὁμάδα μαθητῶν τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς συμφώνησαν νά ρωτήσουν τόν
Γέροντα ἄν θά πάρουμε τήν Πόλη καί ἄν θά ζοῦν καί οἱ ἴδιοι τότε.
Πῆγαν στό Καλύβι του, πῆραν κέρασμα, ἀλλά ντρέπονταν νά ρωτήσουν. Ὁ
ἕνας ἔκανε νόημα στόν ἄλλο καί τελικά κανείς δέν τολμοῦσε νά κάνη τήν ἐρώ-
τηση. Τότε τούς λέγει ὁ Γέροντας: «Τί εἶναι, βρέ παλληκάρια; Τί θέλετε νά ρω-
τήσετε; Γιά τήν Πόλη; Θά τήν πάρουμε καί θά ζεῖτε κιόλας».
Ἕνα παιδί μετέφερε τά λόγια τοῦ Γέροντα στόν δάσκαλο Κωνσταντῖνο Μαλ-
λίδη, πού ἦταν καλός Χριστιανός καί θερμός πατριώτης. Αὐτός ἦρθε μέ ἐνδιαφέ-
ρον νά βεβαιωθῆ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα, καί ρώτησε γιά τήν Πόλη.
Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «Ἄστα αὐτά, Κώστα˙ δέν εἶναι γιά μᾶς αὐτά. Ἐμεῖς
γιά ἄλλη Πόλη πρέπει νά ἑτοιμαζώμαστε».
Αὐτά ἦταν προσημάνσεις γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό τους, γιατί πράγματι
δέν ἄργησε νά φύγη πρῶτα ὁ Κώστας καί ὕστερα ὁ Γέροντας, γιά τήν ἀληθινή
καί οὐράνια Πατρίδα μας, «τήν καινήν πόλιν», τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.

«Ἔχεις σπασμένα πόδια»


Γραπτή μαρτυρία Κωνσταντίνου... ἀπό Ἀ.:
«Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού πήγαινα στόν π. Παΐσιο. Μέ ρώτησε:
– Κώστα, πῶς ἦρθες ἐδῶ; Ἐσύ ἔχεις σπασμένα πόδια.
»Καί συνέχισε:
– Κώστα, ὁ Θεός γιά νά τήν πάρη, τήν ἀγάπησε πιό πολύ.
– Ποιά πάτερ; Ρώτησα μέ ἀπορία.
– Τή μνηστή σου.
»Πράγματι, τό 1991 εἶχα πάθει σοβαρό ἀτύχημα, εἶχα σπάσει τά πόδια μου
καί σκοτώθηκε ἡ μνηστή μου».

«Ἔχεις σπασμένα πόδια».



Γραπτή μαρτυρία Κωνσταντίνου... ἀπό Ἀ.:
«Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού πήγαινα στόν π. Παΐσιο. Μέ ρώτησε:
– Κώστα, πῶς ἦρθες ἐδῶ; Ἐσύ ἔχεις σπασμένα πόδια.
»Καί συνέχισε:
– Κώστα, ὁ Θεός γιά νά τήν πάρη, τήν ἀγάπησε πιό πολύ.
– Ποιά πάτερ; Ρώτησα μέ ἀπορία.
– Τή μνηστή σου.
»Πράγματι, τό 1991 εἶχα πάθει σοβαρό ἀτύχημα, εἶχα σπάσει τά πόδια μου
καί σκοτώθηκε ἡ μνηστή μου».

«Μεταμόρφωσις»



Ἦταν ἡ 28η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992. Σέ ἕνα Κελλί τῆς Καψάλας γινόταν
ἀγρυπνία πρός τιμήν τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Μεταξύ τῶν πατέρων ἦταν καί

ὁ γέροντας Παΐσιος, πού εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τόν ἅγιο Ἰσαάκ. Συμμετεῖχε στήν ἀγρυπνία ἀπό ἕνα
Κελλάκι, πού ἦταν συνέχεια τῆς μικρῆς Λιτῆς. Πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Ἑσπερινοῦ οἱ ψάλτες
ἦταν ὅλοι στόν δεξιό χορό καί ἔψαλλαν τό δοξαστικό. Στό μικρό Ἐκκλησάκι ἐπικρατοῦσε ἔντονα
κατανυκτική ἀτμόσφαιρα. Ὅλοι ἄκουγαν μέ προσοχή. Τήν ἀγρυπνία παρακολουθοῦσαν καί δυό Ὀρ-
θόδοξοι Λιβανέζοι, ἕνας κληρικός καί ἕνας νέος, πού τήν ὥρα ἐκείνη στέκονταν στά στασίδια τοῦ
ἀριστεροῦ χοροῦ. Σέ μιά στιγμή γύρισε νά πῆ κάτι ὁ κληρικός στό νέο καί βλέπει τόν Γέροντα ὄρθιο,
ὑπερυψωμένον ἀπό τό ἔδαφος 25-30 ἑκατοστά, νά κρατᾶ μέ τό ἀριστερό χέρι τό κομποσχοίνι του καί
νά βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σέ φῶς. Τά ἀκάλυπτα μέρη τοῦ σώματός του, πρόσωπο καί χέρια,
ἐξέπεμπαν φῶς˙ πολύ δυνατό φῶς! Ἀντικρύζοντας τό ἀσυνήθιστο καί ὑπερκόσμιο θέαμα τοῦ ἦρθε νά
ξεφωνήση, ἀλλά ἡ φωνή του δέν ἔβγαινε. Βλέποντας τήν ἔκπληξη τοῦ κληρικοῦ ἐστράφη καί ὁ νέ-
ος πρός τά πίσω καί εἶδε καί αὐτός τό ἴδιο θέαμα.Ὁ Γέροντας εἶχε λίγο σκυμμένο τό κεφάλι, προσέ-
χοντας στόν ἑαυτό του. Φαινόταν εὐχαριστημένος καί μειδιοῦσε. Αἴφνης δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντι-
κρύσουν θαμβωμένοι ἀπό τό φῶς πού εἶχε δυναμώσει. Ὅταν σέ λίγο κατώρθωσαν νά σηκώσουν
πάλι τά μάτια τους νά τόν κοιτάξουν, τόν εἶδαν πλέον στήν φυσιολογική του κατάσταση.

Περί Ἀντιχρίστου, 666 καί ταυτοτήτων.



Ὁ π. Παΐσιος συμμεριζόταν τίς ἀγωνίες τῶν ἀνθρώπων καί ἀπαντοῦσε στόν
προβληματισμό τους. Ἕνα θέμα πού προβλημάτισε ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν περίο-
δο τούς πιστούς, ἦταν καί τό θέμα τῶν ταυτοτήτων.
Ὁ Γέροντας ἔλαβε θέση καί μίλησε ξεκάθαρα. Δέν ἀρκέσθηκε μόνο νά ἀπα-
ντᾶ στά πολλά ἐρωτήματα τῶν πιστῶν, ἀλλά τό ἔτος 1987 ἔγραψε τήν γνωστή
του ἐπιστολή: «Σημεῖα τῶν καιρῶν-666». Ἔγινε μέ ἀνακούφιση δεκτή καί μέχρι
σήμερα καθοδηγεῖ. Πολλοί ἀναθεώρησαν τίς ἀπόψεις τους, καί συντάχθηκαν
μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Γέροντα. Ἐπειδή προεῖδε ὅτι καί στό μέλλον θά χρειασθεῖ,
τήν ἔγραψε ἰδιοχείρως καί τήν ὑπέγραψε, γιά νά μήν ἀλλοιωθοῦν οἱ ἀπόψεις
του, πού τίς κράτησε ὥς τήν κοίμησή του.
Συμπερασματικά ὁ Γέροντας πίστευε ὅτι: Τό σφράγισμα εἶναι ἄρνηση. Ἀκόμη
καί ἡ ταυτότητα εἶναι ἄρνηση. Ὅταν ἔχουν πάνω στήν ταυτότητα τό σύμβολο
τοῦ διαβόλου 666 καί ὑπογράφω, ἄρα τό ἀποδέχομαι αὐτό τό πρᾶγμα. Εἶναι
ἄρνηση, ξεκάθαρα πράγματα. Ἀρνεῖσαι τό Ἅγιο Βάπτισμα, βάζεις ἄλλη σφραγί-
δα, ἀρνεῖσαι τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ καί παίρνεις τοῦ διαβόλου. Ἄλλο εἶναι
πού στά νομίσματα ἔχουν τό 666 -»ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι...»-
καί ἄλλο ἡ ταυτότητα πού εἶναι κάτι τό προσωπικό.
»Ἀκόμη καί ἄν δεχθῆ νά σφραγισθῆ κανείς ἀπό ἀδικαιολόγητη ἄγνοια ἤ ἀδι-
αφορία, πάλι χάνει τήν θεία χάρι καί δέχεται δαιμονική ἐνέργεια».

«Ἡ Παναγία!»



Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Τήν περασμένη Σαρακοστή παρουσιάστηκε ἡ Πανα-
γία ντυμένη στ᾿ ἄσπρα. Μοῦ εἶπε ὅτι θά συμβοῦν πολλά στόν κόσμο, γι᾿ αὐτό
νά φροντίσω νά πάρω... (κάτι πού ἀφοροῦσε προσωπικά τόν ἴδιο)».
Φανερώθηκε κοντά στήν Βορειοανατολική γωνία τῆς Καλύβης του. Ὅταν
τήν εἶδε ὁ Γέροντας, εἶπε ταπεινά: «Παναγία μου, καί ὁ τόπος εἶναι βρώμικος
καί ἐγώ βρώμικος». Ὅμως ἔκτοτε εὐλαβεῖτο καί τόν τόπο «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες»
τῆς ἀχράντου Θεομήτορος. Ἤθελε στό μέρος ἐκεῖνο νά φυτέψη λουλούδια, γιά
νά μήν πατιέται.

«Φοβερό ὅραμα!»



Ὁ Γέροντας στίς 11-4-1984 τήν Τρίτη τῆς Διακαινισίμου, στίς 12 τά μεσάνυχτα,
εἶδε ἕνα ὅραμα πού ἀναφέρεται στό φοβερό ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων. Διηγήθη-
κε: «Ἐνῶ εἶχα ἀνάψει δύο κεράκια, ὅπως συνήθως, καί ὅταν κοιμᾶμαι ἀκόμη,
γιά ὅσους πάσχουν ψυχικά καί σωματικά, πού συμπεριλαμβάνονται καί οἱ κε-
κοιμημένοι, βλέπω ἕνα φοβερό ὅραμα! Ἕναν κάμπο ἀπό σιτάρι, ἀλλά τό σιτάρι
δέν εἶχε ξεσταχυάσει ἀκόμη, μόλις ἄρχιζε νά καλαμιάζη. Ἐγώ βρισκόμουν ἔξω
ἀπό τήν μάνδρα τοῦ χωραφιοῦ καί κολλοῦσα κεριά ἀπ᾿ ἔξω στόν τοῖχο γιά τούς
κεκοιμημένους. Ἀριστερά ἦταν ἕνας τόπος ἀνώμαλος, κρημνώδης καί χέρσος,
ὁ ὁποῖος σειόταν ἀπό μία δυνατή βοή, ἀπό χιλιάδες φωνές σπαρακτικές, πού
ἔκαναν νά ραγίζη καί ἡ πιό σκληρή καρδιά. Ἐνῶ ὑπέφερα ἀπό τό ἄκουσμα τῶν
σπαρακτικῶν ἐκείνων φωνῶν καί δέν μποροῦσα νά ἐξηγήσω τό ὅραμα, ἄκου-
σα μιά φωνή νά μοῦ λέη: «Ὁ μέν κάμπος μέ τό σπαρμένο σιτάρι, πού δέν ἔχει
ξεσταχυάσει, εἶναι τό κοιμητήρι μέ τίς ψυχές τῶν νεκρῶν πού θ᾿ ἀναστηθοῦν.
Ὁ δέ τόπος ἐκεῖνος, πού σείεται ἀπό τίς σπαρακτικές φωνές, εἶναι ὁ τόπος πού
βρίσκονται οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν ἀπό τίς ἐκτρώσεις».
»Ἐνῶ λοιπόν συνῆλθα ἀπό τό ὅραμα, δέν μποροῦσα ὅμως νά συνέλθω ἀπό
τόν πολύ πόνο πού ἕνιωσα καί δέν μποροῦσα νά πλαγιάσω, γιά νά ξεκουρασθῶ
λίγο, παρ᾽ ὅλο πού ἤμουν κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ὀρθοστασία τῆς
προηγούμενης ἡμέρας!»

«Χριστέ μου, εὐλόγησέ με...»




Στίς 26 Μαρτίου 1984 συνέβη στόν Γέροντα ἕνα γεγονός πού τό διηγήθηκε με-
τά ἀπό λίγες ἡμέρες ὡς ἑξῆς: «Ἐνῶ προσευχόμουν ἀντικρύζοντας τήν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ, κάτι ἔνιωσα μέσα μου καί πέφτοντας στό πάτωμα εἶπα: «Χριστέ μου,
εὐλόγησέ με». Καί ἀμέσως αἰσθάνθηκα μιά εὐωδία γιά πολλή ὥρα νά γεμίζη
ὅλο τό Κελλί μου. Ἀκόμη καί ἕνα χαλάκι γεμᾶτο χῶμα πού εἶχα καί αὐτό εὐω-
δίαζε. Ἔμεινα γονατιστός καί ἀσπαζόμουν καί αὐτό τό χαλάκι μέ τίς σκόνες».

Ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Βλασίου.



Ἦταν ἡ 21η Ἰανουαρίου 1980, Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, πρός Δευτέρα. Ὁ Γέρο-
ντας ἐνῶ προσευχόταν τό βράδυ στό Κελλί του μέ τό κομποσχοίνι, βλέπει νά

παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σέ φῶς ἕνας Ἅγιος ἄγνωστος πού φοροῦσε
μανδύα καλογερικό. Δίπλα του στόν τοῖχο τοῦ Κελλιοῦ του, πάνω ἀπό τήν σόμπα
φαίνονταν ἐρείπια Μοναστηριοῦ. Αἰσθανόταν ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀγαλλία-
ση καί σκεφτόταν «ποιός Ἅγιος εἶναι;». Τότε ἄκουσε φωνή ἀπό τήν Ἐκκλησία:
«Εἶναι ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀπό τά Σκλάβαινα».
Ἀπό εὐγνωμοσύνη, γιά νά εὐχαριστήση τόν Ἅγιο γιά τήν τιμή πού τοῦ ἔκανε,
μετέβη στά Σκλάβαινα καί προσκύνησε τά χαριτόβρυτα Λείψανά του.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ἐγκατάσταση στήν «Παναγούδα».



Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ πέρασε ἕνδεκα χρόνια ἀγώνων καί προσφορᾶς στό
Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀποφάσισε ὕστερα γιά κάποιον πνευμα-
τικό λόγο νά ἀναχωρήση ἀπό αὐτό.
Στίς 27 Φεβρουαρίου, ἡμέρα πού τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ἡ ἁγία Εὐφημία, βρῆκε,
καθ᾿ ὑπόδειξη τοῦ γερο-Ἰωακείμ, τήν «Παναγούδα». Τό γεγονός τό αἰσθάνθηκε
ὡς εὐλογία τῆς Ἁγίας καί συγκινημένος τήν εὐχαρίστησε γιά τήν πρόνοιά της.
Τό Καλύβι εἶχε βασικές ἐλλείψεις γιατί ἦταν παλαιό καί ἐγκαταλελειμμένο.
Ἔλειπαν πόρτες, παράθυρα, ταβάνια˙ τό πάτωμα εἶχε τρύπες καί ἡ σκεπή ἔβαζε
νερά. Ἄρχισε μέ πολύ κόπο τίς πλέον ἀναγκαῖες ἐπισκευές. Χρήματα δέν εἶχε,
ἀλλά καί δύσκολα δεχόταν.
᾿Εκτός ἀπό τήν ὁλοήμερη κοπιαστική ἐργασία εἶχε καί τόν κόσμο.
Ὅλη τήν ἡμέρα τούς δεχόταν, τούς κερνοῦσε καί θυσίαζε ὧρες πολλές μα-
ζί τους γιά νά ἀκούση τά προβλήματά τους, νά σηκώση τόν σταυρό τους, νά
πάρη τόν πόνο τους, νά συμβουλεύση, νά ἐπιτιμήση, νά θεραπεύση, ἀκόμη καί
νά τούς διασκεδάση, χωρίς καθόλου νά ὑπολογίζη, ἄν ὁ ἴδιος ἦταν ἄγρυπνος,
νηστικός, διψασμένος, κουρασμένος, ἄρρωστος.
Σύν τῷ χρόνῳ ὅμως ὁ ἀριθμός τῶν ἐπισκεπτῶν αὐξήθηκε ὑπερβολικά˙ ξε-
περνοῦσε τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του. Ἔλεγε ἐξομολογητικά: «Δέν ὁρίζω τόν ἑαυ-
τό μου. Ἔχω γίνει πρόγραμμα τῶν ἀνθρώπων. Παλαιά ὁ νοῦς μου βυθιζόταν
στήν εὐχή. Τώρα ζῶ τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές πετιέμαι
στόν ὕπνο!».
Παρ᾿ ὅτι ὅμως τούς δεχόταν ὅλους, ὁ κόσμος δέν τόν ἀλλοίωσε˙ δέν τόν ἐκ-
κοσμίκευσε. Ἀντίθετα ὁ Γέροντας μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωνε τούς
ἀνθρώπους.

Ὁ φύλακας Ἄγγελος.



Ὁ Γέροντας διηγήθηκε: «Ἦταν τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου. Περ-

νοῦσα μιά περίοδο μέ πολλές στενοχώριες, καί ἐξ αἰτίας αὐτῶν εἶχα δυνατούς
πονοκεφάλους. Ἀπό τήν πίεση χτυποῦσε τό μάτι μου καί κινδύνευα νά πάθω
ἐγκεφαλικό. Τό ἔνιωθα σάν νά χτυποῦσε κάποιος ἀπό μέσα μέ σφυρί καί ἤθε-
λε νά πεταχθῆ ἔξω. Κατά ἡ ὥρα 9 τό βράδυ (κοσμική ὥρα), ἐνῶ εἶχα ξαπλώσει
στό κρεββάτι, εἶδα ἕναν Ἄγγελο πολύ ὡραῖον, σάν νά βγῆκε ἀπό μέσα μου, μέ
μορφή μικροῦ παιδιοῦ δώδεκα χρονῶν. Τά μαλλάκια του ἦταν κατάξανθα μέ-
χρι τούς ὤμους. Μοῦ χαμογέλασε καί πέρασε ἁπαλά τό χέρι του πάνω ἀπό τά
μάτια μου. Ἀμέσως μοῦ ἔφυγε ὅλη ἡ στενοχώρια καί ἔπαψαν οἱ πόνοι. Ἔνιωθα
τέτοια γλυκύτητα πού προτιμοῦσα νά ξαναπονέσω, ἀρκεῖ νά δῶ καί πάλι τόν
φύλακα Ἄγγελό μου».

Θεόσταλτο ψάρι.



Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἦταν ἡ Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ. Αἰσθανόμουν ἐξάντλη-
ση καί μοῦ πέρασε ὁ λογισμός ὅτι, ἄν εἶχα νά φάω λίγο ψαράκι, θά μοῦ ἔκανε
καλό. Ὄχι ἀπό ἐπιθυμία, ἀλλά σάν φάρμακο. Εἶχα προβλήματα καί μέ τά ἔντερά
μου. Βγῆκα νά πάω ἔξω. Γυρίζοντας εἶδα ἕνα μεγάλο πουλί σάν ἀετό νά χαμη-
λώνη πολύ καί ἔσκυψα νά μήν μέ χτυπήση. Φοβήθηκα μήπως εἶναι τίποτε τοῦ
πειρασμοῦ, γι᾿ αὐτό δέν ἔδωσα σημασία καί μπῆκα γρήγορα στό Κελλί μου.
»Σέ λίγο χρειάσθηκε πάλι νά βγῶ ἔξω. Στό ἴδιο σημεῖο πού εἶχα σκύψει εἶδα
νά σπαρταράη ἕνα μεγάλο ψάρι. Πρῶτα ἔκανα τόν σταυρό μου, εὐχαρίστησα
τόν Θεό καί μετά πῆρα τό ψάρι. Ἀλλά, σοῦ κάνει καρδιά μετά νά τό φᾶς;».

Ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ.



Διηγήθηκε ὁ Γέροντας στόν ἱερομόναχο Γ.: «Ἔνιωθα κάποια δυσκολία νά προ-
σευχηθῶ στόν Χριστό. Τήν Παναγία τήν ἔχω σάν μάννα. Τήν ἁγία Εὐφημία τό
ἴδιο. Τήν φωνάζω: «ἁγία Εὐφημούλα μου». Στόν Χριστό ἔνιωθα δύσκολα. Τήν
εἰκόνα Του μέ φόβο τήν φιλοῦσα. Καί ὅταν τήν ὥρα πού ἔλεγα τήν εὐχή ἔφευγε
καμμιά φορά ὁ νοῦς μου ἀπό τόν Χριστό, δέν στενοχωριόμουνα. «Ποιός εἶμαι
ἐγώ, γιά νἄχω συνέχεια τόν νοῦ μου στόν Χριστό», σκεπτόμουν. Καί συνέβη αὐ-
τό πού θά σοῦ πῶ:
»Ἦταν βράδυ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θά ξημέρωνε τοῦ ἁγίου Κάρπου18. Νι-
ώθω ἀνάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά ὄρεξη νά κοιμηθῶ. Σκέφτομαι: «Ἄς καθή-
σω νά γράψω κάτι γιά τόν παπα-Τύχωνα νά τό στείλω στίς ἀδελφές». Μέχρι
τίς 8.30΄ ἁγιορείτικα ἔγραψα ὥς τριάντα σελίδες. Ἄν καί δέν νύσταζα, εἶπα νά
ξαπλώσω, γιατί ἔνιωθα λίγη κούραση στά πόδια.
»Παίρνει νά φωτίζη. Στίς 9 ἡ ὥρα (6 περίπου κοσμικά τό πρωί) δέν εἶχα κοιμη-

θῆ. Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ὁ τοῖχος τοῦ Κελλιοῦ μου (δίπλα στό κρεββάτι
πρός τό ἐργαστήριο). Βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φῶς, σέ ἀπόσταση ἕξι μέτρα
περίπου. Τόν ἔβλεπα ἀπό τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ἦταν ξανθά καί τά μάτια του
γαλανά. Δέν μοῦ μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, ὄχι ἀκριβῶς ἐμένα.
»Δέν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αὐτά εἴτε ἀνοιχτά εἶναι εἴτε κλειστά,
καμμιά διαφορά δέν ἔχει. Ἔβλεπαν τά μάτια τῆς ψυχῆς.
»Ὅταν Τόν εἶδα σκέφθηκα: Πῶς μπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πῶς
μπόρεσαν -οἱ ἀθεόφοβοι- νά ἀκουμπήσουν τέτοια μορφή; Πῶς μπόρεσαν νά
μπήξουν καρφιά σ᾿ αὐτό τό σῶμα; Πά! πά! πά!
»Ἀπόμεινα! Τί γλυκύτητα ἔνιωθα! Τί ἀγαλλίαση! Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ
δικά μου λόγια τήν ὀμορφιά αὐτή. Ἦταν αὐτό πού λέει: «Ὁ Ὡραῖος κάλλει πα-
ρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτό ἦταν. Δέν ἔχω δεῖ ποτέ τέτοια εἰκόνα του.
Μόνο μία κάποτε -δέν θυμᾶμαι ποῦ- ἔμοιαζε κάπως.
»Θἄξιζε νά ἀγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δῆ αὐτή τήν ὀμορφιά γιά
μιά στιγμή μόνο. Τί μεγάλα καί ἀνείπωτα εἶναι δυνατόν νά χαρισθοῦν στόν ἄν-
θρωπο, καί μέ τί τιποτένια ἀσχολούμαστε!
»Πιστεύω πώς εἶναι ἕνα δῶρο πού μοῦ ἔκανε ὁ παπα-Τύχων. Νά μήν τό πῆς
σέ κανέναν. Πολύ τό σκέφθηκα νά τό πῶ καί σέ σένα. Βλέπεις τόση ὥρα δέν
σοῦ μίλησα, τώρα πού φεύγεις»19.
Ὕστερα ἀπό δύο μέρες ὅταν ξανασυναντήθηκαν, ὁ Γέροντας εἶπε: «Ὅλη τή νύχτα
ἔκλαιγα γιατί σοῦ τὄπα. Δέν φοβᾶμαι πώς θά τό πεῖς. Ἀλλά ἐγώ ζημιώθηκα».
Τό γεγονός αὐτό τό αἰσθάνθηκε καί μιά ἀδελφή στήν Σουρωτή καί ἔγραψε
στόν Γέροντα: «Τάδε τοῦ μηνός, τάδε ὥρα... Τά ὑπόλοιπα θά μᾶς τά πεῖτε ἐσεῖς».
Καί πράγματι, ὅταν ἀργότερα βγῆκε ἔξω, τούς τό διηγήθηκε καί μάλιστα περι-
έγραψε καί ἁγιογράφησαν τόν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς τόν εἶδε.

Ὁ Γιωργάκης ἀπό τό Θιβέτ.



Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος καί γύριζε στά μοναστήρια ἕνας νέος ἡλικίας 16-
17 χρόνων, ὁ Γιωργάκης. Ἀπό ἡλικίας τριῶν ἐτῶν οἱ γονεῖς του τόν ἔβαλαν
σέ βουδδιστικό μοναστήρι στό Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στήν Γιόγκα, ἔγινε τέ-
λειος μάγος, μποροῦσε νά καλῆ ὅποιον δαίμονα ἤθελε. Εἶχε μαύρη ζώνη καί
ἤξερε τέλεια καράτε. Μέ τήν δύναμη τοῦ Σατανᾶ ἔκανε ἐπιδείξεις πού προ-
ξενοῦσαν ἐντύπωση. Χτυποῦσε μέ τό χέρι του μεγάλες πέτρες καί ἔσπαζαν
σάν καρύδια. Μποροῦσε νά διαβάζη κλειστά βιβλία. Ἔσπαζε στήν παλάμη
του φουντούκια, ἔπεφταν κάτω τά τσόφλια καί οἱ καρποί ἔμεναν κολλημέ-
νοι στό χέρι του.
Κάποιοι μοναχοί ἔφεραν τόν Γιωργάκη στόν Γέροντα γιά νά τόν βοηθήση.
Ρώτησε τόν Γέροντα, τί δυνάμεις εἶχε καί τί μποροῦσε νά κάνη. Ἀπάντησε ὅτι
ὁ ἴδιος δέν ἔχει καμμιά δύναμη καί ὅτι ὅλη ἡ δύναμη εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γιωργάκης θέλοντας νά ἐπιδείξη τήν δύναμή του συγκέντρωσε τό βλέμμα

του σέ μιά μεγάλη πέτρα πού ἦταν σέ ἀπόσταση καί ἡ πέτρα ἔγινε
θρύψαλα. Τότε ὁ Γέροντας σταύρωσε μιά μικρή πέτρα καί τοῦ εἶπε νά
τήν σπάση καί αὐτή. Αὐτός συγκεντρώθηκε, ἔκανε τά μαγικά του, ἀλ-
λά δέν κατάφερε νά τήν σπάση. Τότε ἄρχισε νά τρέμη, καί οἱ σατανι-
κές δυνάμεις, πού νόμιζε ὅτι ἔλεγχε, μή μπορώντας νά σπάσουν τήν
πέτρα, στράφηκαν ἐναντίον του καί τόν ἐκσφενδόνισαν στήν ἄλλη
ὄχθη τοῦ ρέματος. Ὁ Γέροντας τόν μάζεψε σέ ἄθλια κατάσταση.
«Ἄλλη φορά», διηγήθηκε ὁ Γέροντας, «ἐνῶ συζητούσαμε, ξαφνικά
σηκώθηκε, μοῦ ἔπιασε τά χέρια καί μοῦ τά γύρισε πρός τά πίσω. «Ἄν
μπορῆ, ἄς ἔρθη νά σ᾿ ἐλευθερώση ὁ Χατζεφεντῆς», μοῦ εἶπε. Τό αἰ-
σθάνθηκα σάν βλασφημία. Κούνησα ἔτσι λίγο τά χέρια μου καί τινά-
χθηκε πέρα. Μετά σάν ἀντίδραση πήδησε ψηλά καί πῆγε νά μέ χτυπήση μέ τό
πόδι του, ἀλλά τό πόδι του σταμάτησε κοντά στό πρόσωπό μου, σάν νά βρῆκε
ἕνα ἀόρατο ἐμπόδιο! Μέ φύλαξε ὁ Θεός.
»Τή νύχτα τόν κράτησα καί κοιμήθηκε στό Κελλί μου. Οἱ δαίμονες τόν ἔσυ-
ραν μέχρι κάτω στόν λάκκο καί τόν ἔδειραν γιά τήν ἀποτυχία του. Τό πρωί σέ
κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμᾶτος ἀγκάθια καί χώματα, ὡμολογοῦσε:
«Μέ ἔδειρε ὁ Σατάν, γιατί δέν μπόρεσα νά σέ νικήσω».
Ἔπεισε τόν Γιωργάκη νά τοῦ φέρη τά μαγικά του βιβλία καί τά ἔκαψε.
Ὁ Γέροντας τόν κράτησε λίγο κοντά του καί τόν βοήθησε, ὅσο ἔκανε ὑπακοή.
Ἐνδιαφέρθηκε νά μάθη, ἄν εἶναι βαπτισμένος, καί μάλιστα ἔμαθε καί σέ ποιά
Ἐκκλησία εἶχε βαπτισθῆ. Ὁ Γιωργάκης συγκλονισμένος ἀπό τήν δύναμη καί τήν
χάρι τοῦ Γέροντα, ἐπιθυμοῦσε νά γίνη μοναχός ἀλλά δέν μπόρεσε.
Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τήν περίπτωση τοῦ Γιωργάκη γιά νά ἀποδείξη
πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πλάνη αὐτῶν πού νομίζουν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴ-
διες, ὅλες τόν ἴδιο Θεό πιστεύουν, καί ὅτι δέν διαφέρουν οἱ Θιβετιανοί μοναχοί
ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.

Φῶς γλυκύτατον.



«Κάποτε», διηγήθηκε, «ἐνῶ ἔλεγα τήν εὐχή τή νύχτα, ἦρθε μέσα μου μιά χα-
ρά μεγάλη. Συνέχισα νά λέω τήν εὐχή καί ξαφνικά τό Κελλί μου πλημμύρισε
ἀπό φῶς. Ἦταν λευκό μέ μιά μικρή ἀπόχρωση πρός τό γαλάζιο. Ἡ καρδιά μου
χτυποῦσε γλυκά. Συνέχισα νά κάνω κομποσχοίνι μέχρι πού βγῆκε ὁ ἥλιος. Τό
φῶς ἦταν τόσο δυνατό! Πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ ἥλιος ἔχανε τήν
λάμψη μπροστά του. Ἔβλεπα τόν ἥλιο καί μοῦ φαινόταν τό ἡλιακό φῶς ὠχρό,
ὅπως εἶναι τό φῶς τῆς σελήνης κατά τήν πανσέληνο. Τό φῶς τό ἔβλεπα γιά πο-
λύ. Μετά, ὅταν τό φῶς ἔλειψε καί ἡ χάρις μειώθηκε, τότε δέν εὕρισκα καμμιά
παρηγοριά καί χαρά.

Ἡ κολασμένη ψυχή.



Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Μιά γνωστή μου γριά ἦταν πολύ τσιγγούνα. Ἡ κό-
ρη της ἦταν πολύ καλή καί ὅ,τι ἤθελε νά δώση ἐλεημοσύνη τό ἔρριχνε ἀπό τό
παράθυρο ἔξω, ἔβγαινε μέ ἄδεια χέρια, γιατί τήν ἔλεγχε μήπως πῆρε τίποτε,
καί ὕστερα τό ἔπαιρνε καί τό ἔδινε. Ὅμως ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ καλόγηρος (ἐγώ
δηλαδή), εἶπε νά μοῦ δώσης αὐτό τό πρᾶγμα, τό ἔδινε.
»Μετά τόν θάνατό της βλέπω ἕναν νέο (θἄτανε ὁ φύλακάς της Ἄγγελος)
καί μοῦ λέει: «Ἔλα καί σέ θέλει ἡ...». Δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί μοῦ συνέβη
καί βρεθήκαμε στήν Κόνιτσα, μπροστά σ᾿ ἕνα τάφο. Κάνει τό χέρι του ἔτσι καί
ἀνοίγει ὁ τάφος. Βλέπω μέσα ἕνα πολτό ἀπό γλῖτσες καί τήν γνωστή μου γριά,
πού εἶχε ἀρχίσει νά λυώνη καί νά φωνάζη: «Καλόγερε, σῶσε με».
»Τήν πόνεσα, τήν λυπήθηκα. Χωρίς νά τήν σιχαθῶ, κατέβηκα μέσα, τήν ἀγκά-
λιασα καί τήν ρωτοῦσα: «Τί ἔχεις;». Μοῦ λέει: «Πές μου, ὅ,τι μοῦ ζήτησες ἐγώ
πρόθυμα δέν σοῦ τὄδωσα;» «Ναί, ἔτσι εἶναι», εἶπα. «Ἐντάξει», τήν καθησύχασε
ὁ νέος (φύλακας Ἄγγελός της).
»Ἔκανε πάλι τό χέρι του ἔτσι καί ξανατράβηξε τόν τάφο σάν κουρτίνα καί

βρέθηκα πάλι στό Καλύβι.
»Οἱ ἀδελφές ἀπό τήν Σουρωτή μέ ρώτησαν: «Τί σοῦ συνέβη τοῦ ἁγίου Ἀν-
δρέα;». Ἀπαντῶ: «Νά κάνετε προσευχή γι᾿ αὐτή τήν ψυχή».
»Σέ δυό μῆνες τήν βλέπω πάλι. Ὑπῆρχε ἕνα χάος καί ψηλά σ᾿ ἕνα ἴσιωμα
ἦταν παλάτια, σπίτια πολλά, ἄνθρωποι πολλοί. Ἐκεῖ πάνω ἦταν ἡ γριά πολύ
χαρούμενη. Τό πρόσωπό της ἦταν σάν μικροῦ παιδιοῦ˙ μόνο ἕνα σημαδάκι εἶχε
καί ἕνα Ἀγγελάκι τό ἔτριβε γιά νά καθαρίση καί αὐτό.
»Βαθειά στό χάος εἶδα κάποιους νά χτυπιοῦνται, νά ταλαιπωροῦνται καί νά
προσπαθοῦν νά ἀνέβουν πάνω.
»Τήν ἀγκάλιασα ἀπό χαρά. Τήν πῆρα πιό πέρα, γιά νά μήν μᾶς βλέπουν καί
πληγώνωνται. Μοῦ εἶπε: «Ἔλα νά σοῦ δείξω πού μέ ἔβαλε ὁ Κύριος».