Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ο Αναχωρητής του Άθωνα ,Πατήρ Σεραφείμ.



Ένας ευλαβής νέος από την Αθήνα, από πλούσια οικογένεια ,είχε χάσει την μητέρα του από βαριά αρρώστια και όλως ξαφνικά πέθανε και ο πατέρας του μετά από λίγο διάστημα. Ο θάνατος των γονέων του τον συγκλόνισε πολύ ,και αυτό έγινε αιτία να φιλοσοφήση την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Μοιράζει λοιπόν όλη του την περιουσία στους φτωχούς, αφήνει το μεγάλο του εμπορικό κατάστημα στους υπαλλήλους του και έρχεται στο Άγιον Όρος.
Περνώντας από την Νέα Σκήτη, γνώρισε τον Παπα-Νεόφυτο, που έμενε στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου , όπου φιλοξενήθηκε και εξομολογήθηκε. Ο Παπα-Νεόφυτος του διηγήθηκε πολλά για τους Ασκητάς, και άναψε πολύ ο θείος του πόθος, όταν άκουσε για τους Αναχωρητάς στην κορυφή του Άθωνα. Ζήτησε μετά ευλογία από τον Παπα-Νεόφυτο να τον δεχθή στην Συνοδία του, να καρή Μοναχός, και μετά να του δώση ευλογία να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα. Ο Παπα-Νεόφυτος , επειδή τον είδε πολύ ταπεινό και ευλαβή , τον δέχθηκε, αλλά τον κράτησε με τα λαϊκά και τον προετοίμαζε πνευματικά, αθόρυβα, πέντε χρόνια, χωρίς να γνωρίζουν οι άλλοι τον ιερό σκοπό του νέου, ο οποίος απέφευγε ακόμη και τις συναντήσεις με τους Πατέρες της Σκήτης. Αφού λοιπόν εκπαιδεύτηκε πνευματικά πέντε χρόνια ,τον έκανε Μοναχό ο Γέροντας, τον ονόμασε Σεραφείμ και του έδωσε την ευχή του να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα, χωρίς να βλέπη άνθρωπο.
Μετά από τρία χρόνια ήρθε μια φορά, όπως μου διηγήθηκε ο Παπα-Διονύσιος , ο παραδελφός του, και τους διηγόταν τους πειρασμούς που συνήντησε στις αρχές, πώς τον απειλούσαν οι δαίμονες συνέχεια. Μια νύχτα μάλιστα του πέταξαν μια παλιά λαμαρίνα, που είχε μπροστά από την σπηλιά του, για να εμποδίζη λίγο τον πολύ αέρα και την βροχή. Ο Πατήρ-Σεραφείμ όχι μόνο δεν ταράχτηκε, αλλά χαμογελώντας είπε στους δαίμονες:
- Θεός συγχωρέσοι! καλά κάνατε, γιατί εγώ είχα ασχημύνει την σπηλιά με την λαμαρίνα που έβαλα.
Είχε εμφανισθή άλλη μια φορά μετά από πέντε χρόνια ο Πατήρ-Σεραφείμ, και ο Παπα- Νεόφυτος του είχε δώσει ένα Αρτοφόριο με Άγιον Άρτο, και έφυγε πάλι για την κορυφή του Άθωνα και δεν ξαναφάνηκε πια.
Ο Πατήρ-Σεραφείμ έγινε Άγγελος «Σεραφείμ»! Πώς να μη πετάξη, αφού όλα τα πέταξε για τον Χριστό! Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Η δύναμη του κομποσχοινιού, της ευχής.



Κάποτε, ένας Αγιοπαυλίτης Μοναχός είχε πάει στον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλληνία. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας έμεινε μέσα στο Ιερό και έκανε κομποσχοίνι – έλεγε νοερώς την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς – ενώ έξω έψαλλαν. Είχαν φέρει δε στην Εκκλησία και έναν δαιμονισμένο, για να θεραπευθή από τον Άγιο Γεράσιμο.
Ενώ λοιπόν έλεγε την ευχή ο Μοναχός μέσα από το Ιερό, το δαιμόνιο έξω καιγόταν και φώναζε:
- Μη τραβάς αυτό το σχοινί, ρε καλόγηρε, γιατί με καίει.
Το άκουσα αυτό και ο Ιερεύς και λέει στον Μοναχό:
- Κάνε , αδελφέ μου, κομποσχοίνι, όσο μπορείς , για να ελευθερωθή το πλάσμα του Θεού από τον δαίμονα.
Τότε ο δαίμονας οργισμένος φώναζε:
- Ρε παλιόπαπα, τι του λες να τραβάη το σχοινί; Με καίει!
Τότε ο Μοναχός με περισσότερο πόνο έκανε κομβοσχοίνι, και ο βασανισμένος άνθρωπος απαλλάχθηκε από το δαιμόνιο.

Ψάλτης συμπανηγυρίζει με αδελφό που είχε πεθάνει πριν από έξι μήνες.




Κάποτε ο περίφημος ψάλτης Διακο-Γιάννης από το κελλί του «Ραδβούχου» ο οποίος πρόσφατα αναπαύθηκε , είχε πάει στην Πανήγυρη της Ι. Μονής Γρηγορίου , για να ψάλη. Αφού έψαλε στον Μεγάλο Εσπερινό, όταν τελείωσε, και θα άρχιζε η Λιτή, αισθάνθηκε την ανάγκη να πάη στο Αρχονταρίκι, να πιή έναν καφέ, για να τονωθή λίγο το Γεροντάκι και πάλι να πάη να συνεχίση τα ψαλτικά του.
Στο Αρχονταρίκι λοιπόν, σε γενομένη συζήτηση γύρω από τα ψαλτικά και τους Πατέρες της Μονής που έψαλλαν, είπε ο Διακο-Γιάννης:
- Είδα τον Πατέρα Δαβίδ να κρατιέται ακόμη καλά.
Ο Πατήρ Μακάριος (ένας από τους παλαιούς Πατέρες) παραξενεύτηκε γι’ αυτά που άκουσε και λέει στον Γέροντα Διακο-Γιάννη:
- Ο Πατήρ Δαβίδ έχει πεθάνει εδώ και έξι μήνες∙ λάθος έκανες.
Ο Διακο- Γιάννης τάχασε και με πεποίθηση του απαντάει:
- Εγώ , Πάτερ μου, δεν ξέρω πότε πέθανε και τι μου λες. Ένα πράγμα ξέρω, ότι τον είδα έξω στην Λιτή τον Πατέρα Δαβίδ πριν από λίγα λεπτά, χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε μάλιστα λίγο γύρω από τα ψαλτικά.

Ο απρόσεκτος λόγος αφελούς μοναχού που δέχθηκε παιδαγωγική τιμωρία από τον Θεό.



Στο Γηροκομείο του Αγίου Παύλου ήταν ένας Παρανοσοκόμος λίγο αφελής μεν, αλλά πολύ καλοκάγαθος.
Μου είχε διηγηθή ο ίδιος, πριν από σαράντα χρόνια περίπου, ότι όταν υπηρετούσε στο Γηροκομείο της Μονής, του είχε δώσει ένας αδελφός ένα σταφύλι ευλογία. Εκείνος από την καλοσύνη του δεν το έφαγε, αλλά το έκοψε μικρά κομματάκια και το μοίρασε στα Γεροντάκια. Ένα δε φιλότιμο Γεροντάκι του έδινε συνέχεια ευχές:
«Καλό Παράδεισο! καλό Παράδεισο!» ,γιατί ήταν και το πρώτο σταφύλι που είχε γευθή, αφού τα σταφύλια δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Ο παρανοσοκόμος λοιπόν με την αφέλειά του του απήντησε αστειευόμενος:
- Φάε, ευλογημένε μου, σταφύλι. Εδώ είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.
Παρόλο που δεν το πίστευε αυτό- το είπε αστεία και είχε ελαφρυντικά λόγω της αφέλειάς του- τι έπαθε όμως;
Βλέπει την νύχτα ένα φοβερό όνειρο, αλλά ένιωθε σαν να ήταν ξυπνητός! Αντίκρισε λοιπόν μια πύρινη θάλασσα και απέναντι έναν ωραίο κόλπο με κρυστάλλινα παλάτια και έναν σεβάσμιο Γέροντα, που έμενε εκεί στον πολύ όμορφο κόλπο, που ακτινοβολούσε, αφού και τα γένια του ακόμη φαίνονταν σαν μεταξωτά. Εκεί γνώρισε και έναν αδελφό της Μονής, που είχε κοιμηθή πριν από τρία χρόνια, και τον ρώτησε τι είναι αυτά τα παλάτια, γιατί του έκαναν μεγάλη εντύπωση, και ποιος ο σεβάσμιος Γέροντας.
Ο αδελφός του είπε:
- Αυτός είναι ο Γερο-Αβραάμ , και αυτός ο όμορφος κόλπος με τα κρυστάλλινα παλάτια είναι «ο κόλπος του Αβραάμ», όπου αναπαύονται οι ψυχές των Δικαίων.
Ενώ ο αδελφός έλεγε αυτά, τα ακούει ο Δίκαιος Αβραάμ και λέει με αυστηρό ύφος στον Παρανοσοκόμο Πατέρα Γρηγόριο:
- Εσύ να φύγης γρήγορα από εδώ, δεν έχεις καμιά θέση!
Με το μάλωμα όμως που του έκανε ο πατριάρχης Αβραάμ, κι όπως ο παρανοσοκόμος γύρισε να φύγη βιαστικά, ένιωσε ότι τον άρπαξε η φλόγα από την πύρινη εκείνη θάλασσα και από τον πόνο ξύπνησε. Τι να ιδή όμως! Τα πόδι του εκείνο, στο οποίο ένιωσε το κάψιμο, ήταν γεμάτο από φουσκάλες και πονούσε συνέχεια είκοσι μέρες, μέχρι να θεραπευτούν οι πληγές με αλοιφές και διάφορα άλλα πρακτικά βότανα.
Μετανόησε πολύ γι’ αυτό που είχε πει και ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια του στο εξής.

Ο Γερο- Εφραίμ, «ο τάλας».



Απέναντι από το Κελλί του Γερο-Υπατίου (τα Βλάχικα Κελλιά) , πάνω από τα Κατουνάκια, φαίνεται μια σπηλιά, η οποία, όπως διηγούνται οι Γεροντάδες, επί Τουρκοκρατίας ήταν σπηλιά ληστών. Αυτή λοιπόν την σπηλιά ο Γερο-Εφραίμ την μετέτρεψε σε θείο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, διότι την αγίασε με την αγία του ζωή.
Ο Γερο- Εφραίμ καταγόταν από την Θεσσαλία. Είχε ψυχή ευαίσθητη και ταπεινή και πνεύμα ανδρείο και αγωνιστικό.
Έλεγε ο Παπα- Ιερόθεος και ο Παπα-Μακάριος από την Κερασιά ότι ο Γερο- Εφραίμ ήταν σαν τους Αββάδες της παλαιάς εποχής της Νιτρίας και Θηβαΐδος. Τα ίδια έλεγαν και οι ευλαβείς Γεροντάδες από τον Άγιο Βασίλειο, όπως επίσης και οι γείτονές του Συνασκητές. Όλοι τον παραδέχονταν για τις αρετές του και κυρίως για την μεγάλη του ταπείνωση και αφάνεια, ενώ αυτός αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο. Από ένα –δύο περιστατικά, που θα αναφέρω, πολλά θα καταλάβουν οι καλοπροαίρετοι, που αγωνίζονται στην αφάνεια.
Επειδή οι Πατέρες κατέβαιναν και αγόραζαν κάτι ( τρόφιμα κ.λ.π. ) ή έπαιρναν ευλογία από Μοναστήρια ( παξιμάδι ή κηπουρικά ) ,κατέβαινε και ο Γερο-Εφραίμ την νύχτα κρυφά και γέμιζε την τουρβά του με άδεια κονσερβοκούτια από τους λάκκους ,και την ημέρα ανέβαινε και αυτός φορτωμένος για το Ασκηταριό του, και έτσι έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι κουβαλάει τρόφιμα.
Όταν έφθανε στην σπηλιά του, άδειαζε τα αδειανά κονσερβοκούτια , που είχε στον τουρβά του, μπροστά στην πόρτας της σπηλιάς, για να τα βλέπουν οι επισκέπτες και να σχηματίζουν την εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργος, ενώ αυτός έκανε μεγάλες νηστείες. Μάλιστα, από την πολλή άσκηση και την πολλή υγρασία που είχε η σπηλιά, είχε προσβληθή αργότερα από φυματίωση. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να κτίση μόνος του, λίγο πιο πέρα από την σπηλιά σε προσήλιο τόπο, ένα μικρό καλυβάκι με ξερολιθιά, που μόλις τον χωρούσε.
Το ίδιο δε τυπικό συνέχισε και κει: να κουβαλάη κρυφά αδειανά κονσερβοκούτια από τους λάκκους και να τα αφήνη έξω από την πόρτα του. Όσοι τα έβλεπαν, επειδή δεν γνώριζαν την πραγματικότητα, έλεγαν:
- Τι κάνει αυτός εδώ; Δεν άφησε κονσέρβα για κονσέρβα!
Όσες ευλογίες του έδιναν καμιά φορά οι Πατέρες, τις δεχόταν με χαρά, αλλά πήγαινε την νύχτα και τις άφηνε έξω από τα Καλύβια των Πατέρων που είχαν ανάγκη ή σε αρρώστους , τους οποίους και υπηρετούσε.
Ο ίδιος είχε πολλή αυταπάρνηση και ήταν αφημένος στην Πρόνοια του Θεού. Κάποτε που είχε αποκλειστή από τα πολλά χρόνια στην σπηλιά, ο Καλός Θεός έστειλε τρόφιμα στον Γερο-Εφραίμ με έναν άνθρωπο, ο οποίος, αφού του άφησε ένα τουρβά με ευλογίες, εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του Γερο-Εφραίμ! Ο Γέροντας δόξασε τον Θεό και πέρασε όλο τον χειμώνα με εκείνη την ευλογία του Θεού.
Παρ’ όλα αυτά που ανέφερα, ο Γερο-Εφραίμ είχε πολλή αυτομεμψία ,και ορισμένοι πίστευαν, δυστυχώς, όσα έλεγε κατηγορώντας τον εαυτό του.
Έτσι ταπεινά και στην αφάνεια τελείωσε τον σκληρό αγώνα του για την αγάπη του Χριστού και ανεπαύθη εν Κυρίω το 1962. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Ο δια Χριστόν σαλός Γέρο Κωνσταντίνος.



Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γέρο Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λε­πτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κά­νει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ' ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).
     Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
     Εξωτερικά ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ' αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γέρο Κωνσταντίνο.
     Ο Γέρο Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.
     Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιαλείπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.

      Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γέρο Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ' άκουγε δυό - τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
    Ο Γέρο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.
    Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!
     Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάει είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου - κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε - έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γέρο Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε. Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γέρο Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.

   Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού!
      Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ' όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον - στην Θεσσαλονίκη - έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
     Όταν έμαθα ότι ο Γέρο-Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γέρο Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ' όλα τα παλάτια του κόσμου.
      Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
      -Γιατί μ' έφεραν εδώ;

     Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.       Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο... και όχι στο άγιον Όρος ο Γέρο Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο   Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Ό άγνωστος Αναχωρητής. (μάλλον ενας άπό τούς αφανείς Άναχωρητάς τοΰ "Αθωνα).



Οταν είχα έρθει στό "Αγιον "Ορος γιά πρώτη φορά,τό 1950, ανεβαίνοντας άπό τά Καυσοκαλύβια γιάτήν "Αγία "Αννα, είχα χάσει τόν δρόμο" άντί νά πάρω τόνδρόμο γιά τήν Σκήτη τής "Αγίας "Αννης, προχώρησα γιάτήν κορυφή τοΰ "Αθωνα. Άφοΰ βάδισα αρκετά, κατάλαβα ότι πάω ψηλά καί έψαχνα νά βρώ κανένα μονοπάτι νά βγώ σύντομα. Επάνω λοιπόν σ' αυτή τήν αγωνία μου, ένώ παρακαλούσα τήν Παναγία νά μέ βοηθήση, ξαφνικά μοΰ παρουσιάζεται ένας Αναχωρητής μέ φωτεινό πρόσωπο - θά ήταν γύρω στά εβδομήντα χρόνια - πού έδειχνε άπό τήν ενδυμασία του νά μήν είχε επαφή μέ ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σάν άπό καραβοπάνι, άλλάπολύ ξεθωριασμένο καί κατατρυπημένο. Τίς δέ τρύπες τίς είχε πιασμένες μέ ξύλινα σουβλιά, όπως πιάνουν οί γεωργοί τά τρύπια σακιά, όταν δέν έχουν σακοράφα καίσπάγγο. Είχε επίσης έναν τουρβά δερμάτινο, ξεθωριασμένο καί τίς τρύπες πιασμένες πάλι μέ τόν ϊδιο τρόπο.Στόν δέ λαιμό του είχε μιά χονδρή αλυσίδα, πού κρατούσε ένα κουτί μπροστά στό στήθος του. Φαίνεται είχε κάτιτό ίερό!Πρίν λοιπόν τόν ρωτήσω έγώ, μοΰ είπε εκείνος:- Παιδί μου, δέν πάει γιά τήν Αγία "Αννα αυτός όδρόμος, καί μοΰ έδειξε τό μονοπάτι. Άπ' όλο τό παρουσιαστικό του φαινόταν "Αγιος!
Ρώτησα μετά τόν Ερημίτη:- Ποΰ μένεις, Γέροντα;Κι εκείνος μοΰ απήντησε:- Κάπου έδώ, καί μοΰ έδειχνε τήν κορυφή τοΰ "Αθωνα.
Επειδή είχα περιπλανηθή δεξιά καί αριστερά, ψάχνοντας νά βρώ Γέροντα νά μέ πληροφορή εσωτερικά, είχα ξεχάσει καί τί ήμερα είναι καί πόσο έχει ό μήνας. Ρώτησα λοιπόν τόν Ερημίτη καί μοΰ είπε ότι ήταν Παρασκευή. Μετά έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι δερμάτινο, τόόποιο είχε μέσα κάτι ξυλάκια μέ χαρακιές, καί άπό τίςχαρακιές πού είδε, μοΰ είπε πόσο είχε ό μήνας. Πήρα μετά τήν ευχή του, προχώρησα άπό τό μονοπάτι πού μοΰ έδειξε καί βγήκα στήν Σκήτη τής Αγίας 'Άννης. Ό νους μου όμως συνέχεια γύριζε στό φωτεινό πρόσωπο τοΰ Άναχωρητοΰ, πού ακτινοβολούσε. Αργότερα, όταν είχα ακούσει ότι υπάρχουν στήν κορυφή τού "Αθωνα δώδεκα Άναχωρηταί - άλλοι έλεγαν επτά - είχα μπή σέ λογισμούς καί τό είχα διηγηθή σέ έμπειρους Γεροντάδες αυτό πού είδα, οί όποιοι μοΰ είπαν:- Θά ήταν καί αυτός ένας άπό τούς "Οσίους Άναχωρητάς πού ζουν στήν αφάνεια στήν κορυφή τοΰ "Αθωνα!

Ό ιερομόναχος... πού ταλαιπωρήθηκε άπό τόν πειρασμό γιά εναν υπερήφανο λογισμό.



Κάποτε, σέ μιά Μονή ήταν ένας Ιερομόναχος πού φαινόταν ευλαβής μέν εξωτερικά, άλλά εσωτερικά είχε κρυφή υπερηφάνεια. Σέ όλα του ήταν τυπικός, ευγενικός καί αγωνιστής καί νουθετούσε πνευματικά τούς άλλους, γιατί ήταν καί λόγιος. Ό ίδιος όμως δέν βοηθιόταν άπό κανέναν, γιατί δίσταζαν οί άλλοι, άπό σεβασμό, νάτοΰ πουν κάτι πού έβλεπαν σ' αυτόν. Είχε δέ δημιουργήσει ψευδαισθήσεις, όχι μόνο στους άλλους άλλά καί στόνίδιο τόν εαυτό του, ότι είναι ό πιό ενάρετος τής Μονήςκ.λ.π.
Μιά μέρα, λοιπόν, είχαν φέρει στήν Μονή έναν δαιμονισμένο, καί ό Ηγούμενος είχε αναθέσει σ' αυτόν τόν Ιερομόναχο νά τοΰ διάβαση εξορκισμούς. Παράλληλα δέ, είχε πει νά κάνουν καί οί Πατέρες κομποσχοίνι, γιάνά έλευθερωθή τό πλάσμα τοΰ Θεού. Επόμενο φυσικά ήταν νά στριμωχθή πολύ τό δαιμόνιο καί νά φωνάζη:- Πού μέ διώχνεις, άσπλαγχνε;Ό πονηρός έβαλε καί τήν πονηριά του, γιά νά δώσητήν εντύπωση στόν Παπά ότι αυτός τόν διώχνει! Καί εκείνος άπαντα στόν δαίμονα:-Νά έρθης σ' έμενα.'Από εκείνη τήν στιγμή τόν εξουσίαζε πιά τόν Ιερομόναχο ό δαίμονας.Τό είχε πει μέν αυτό ό "Αγιος Παρθένιος σέ έναν δαίμονα, όταν τόν έδιωχνε, άλλ' εκείνος ήταν "Αγιος, γι' αυτό καί τό δαιμόνιο τοΰ είχε απαντήσει: «Καί μόνο τό όνομα σου μέ καίει, Παρθένιε!» Άφοΰ λοιπόν είχε δεχθή τήν δαιμονική επίδραση ό Ιερεύς, ταλαιπωρεΐτο χρόνια ολόκληρα καί δέν μποροΰ-σε νά άναπαυθή πουθενά. Συνέχεια γύριζε, πότε έξω στόνκόσμο καί πότε μέσα στό "Αγιον "Ορος. Τοΰ είχε δέ δημιουργήσει αυτή ή κατάσταση καί ψυχική κούραση άλλάκαί σωματική κόπωση μέ τρεμούλα.Στά τελευταία πιά χρόνια τής ζωής του είχε άπαλλαχθή άπό τό δαιμόνιο, γιατί είχε ταπεινωθή πολύ άπό αυτόν τόν πειρασμό, ό όποιος τοΰ άφησε πολλή ωφέλεια, άθελα του φυσικά. Στό εξής πάντα μιλούσε ταπεινά καί ζητούσε συμβουλές γιά τόν εαυτό του.

ΟΙ απροετοίμαστοι κληρικοί,πού έμποδίσθηκαν άπό τόν Θεό καί δέν λειτούργησαν.



Κάποτε, στήν Σπηλιά τοΰ Αγίου Αθανασίου ήταν ένας Γέροντας μέ δύο υποτακτικούς. Ό ένας ήταν Ιερομόναχος καί ό άλλος Ιεροδιάκονος. Μιά μέρα, λοιπόν, πήγαν οί υποτακτικοί του σ' ένα έξωκκλήσι, γιά νά λειτουργήσουν. Ό Ιερεύς όμως φθονούσε πολύ τόν Διάκο, γιατί τόν ζήλευε, επειδή ό Διάκος ήταν πιό έξυπνος καί επιτήδειος φυσικά σέ όλα* άλλά καί ό Διάκος δέν βοηθούσε μέ τόν εγωιστικό του τρόπο.Ό Ιερεύς είχε προετοιμασθή μέν εξωτερικά, διαβάζοντας τήν θεία Μετάληψη καί κάνοντας όλα τά σχετικά τυπικά, δυστυχώς όμως, τό κυριότερο, τήν εσωτερική προετοιμασία, δέν τό έκανε: τό νά έξομολογηθή ταπεινά,γιά νά διώξη τόν φθόνο καί τήν ζήλεια άπ' τήν καρδιά του, τά όποια δέν φεύγουν μέ τό νά αλλάξουμε τά ρούχα μας καί νά λούσουμε τό κεφάλι."Ετσι, λοιπόν, μέ τήν εξωτερική αυτή προετοιμασία προχώρησε στό φοβερό Θυσιαστήριο, γιά νά λειτουργήση. Μόλις άρχισε νά προσκομίζη, τί συνέβη όμως; Ακούστηκε ξαφνικά ένας μεγάλος κρότος, καί είδε νά φεύγητό "Αγιο Δισκάριο άπό τήν Προσκομιδή καί νά εξαφανίζεται!Επόμενο ήταν νά μή μπορέσουν πιά νά λειτουργήσουν. 'Εάν δέν τούς εμπόδιζε ό Καλός Θεός μέ αυτόν τόν τρόπο, καί λειτουργούσε ό Ιερεύς μέ τήν ψυχική κατάσταση στήν οποία βρισκόταν, μού λέει ό λογισμός ότι θά πάθαινε μεγάλο κακό. Αυτή τήν γνώμη είχε καί ό Παπα - Βαρλαάμ τής Βίγλας, ό όποιος καί μοΰ διηγήθηκε τό περιστατικό αυτό.

Ό θεληματάρης υποτακτικός.



Ενας υποτακτικός στά Καυσοκαλύβια είχε πολύ θέλημα, καί γιά ό,τι τού έλεγε ό λογισμός του επέμενε στόν Γέροντα του, γιά νά πάρη ευλογία. (Δηλαδή έπαιρνε ευλογία μέ εκβιασμό, γιά νά κάνη τό θέλημα του).Μιά μέρα, λοιπόν, ένώ εργαζόταν μαζί μέ τόν Γέροντα του καί ήταν απαραίτητος, γιατί τόν βοηθούσε σέ κάτι, λέει στόν Γέροντα:- Δώσ' μου ευλογία νά πάω νά κοιμηθώ δέκα λεπτά.Ό Γέροντας τοΰ απήντησε:-Κάνε λίγο υπομονή, παιδί μου, γιατί τώρα πρέπει νά κρατάς λίγο έδώ αυτό πού φτιάχνω* σέ μισή ώρα τελειώνουμε καί κοιμάσαι.Ό υποτακτικός επέμενε συνέχεια, γιά νά πάρη ευλογία. Ό Γέροντας ξανά τοΰ λέει:-Ευλογημένε, γιά δέκα λεπτά πού θέλεις νά κοιμηθής, τί ύπνο θά κάνης;Κι εκείνος απήντησε:- Δώσ' μου ευλογία, καί έγώ θά κοιμηθώ.Τελικά ό Γέροντας αναγκάσθηκε νά τοΰ δώση ευλογία, άφοΰ επέμενε συνέχεια, καί εκείνος πήγε νά κοιμηθή.Μόλις όμως έπεσε στό κρεβάτι, βλέπει ξαφνικά τόν σατανά νά όρμάη επάνω του μέ λύσσα, νά τόν άρπάζη μέ θυμό καί νά τόν στύβη σάν λεμονόκουπα. Τό θεληματάρικο Καλογέρι προσπαθούσε νά τοΰ ξεφύγη, άλλά δυστυχώς δέν μπορούσε. Επάνω δέ στήν μεγάλη του αγωνία,αναγκάστηκε νά πή τήν ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με, γιά τό χατίρι τοΰ Γέροντα μου».Τότε ό σατανάς κάηκε άπό τήν ευχή, ή οποία είχε καί συντριβή, διότι ό υποτακτικός συναισθάνθηκε τήνπαρακοή του καί τήν άναξιότητά του καί κατάλαβε ότι δέν είχε μοΰτρα νά ζητήση βοήθεια ό ίδιος, άλλά παρακάλεσε νά τόν έλεήση ό Χριστός γιά τό χατίρι τοΰ Γέροντα
του. Αυτό φυσικά ήταν πού έκαψε τόν διάβολο, καί θυμωμένος τόν πέταξε άπό τά χέρια του έξω άπό τό παράθυρο, μακριά περίπου πενήντα μέτρα, χωρίς νά πάθη κακό* τόν φύλαξε ό Θεός!"Ετρεξε μετά κατατρομαγμένος στόν Γέροντα του καί τοΰ διηγήθηκε τό φοβερό όραμα. Ό Γέροντας απόρησε! Μέσα σέ δέκα λεπτά νά συμβοΰν όλα αυτά τά γεγονό
τα!
Μετά άπό τό μάθημα πού πήρε άπό τόν πειρασμό,κατά παραχώρηση Θεοΰ, τό Καλογέρι αυτό έγινε ό πιό υπάκουος υποτακτικός τής Σκήτης καί πρόκοψε πνευματικά.

Ό Γερο - Κοσμάς, ό Παντοκρατορινός(ό Άμπελικός).



Ο Γερο - Κοσμάς γεννήθηκε στό 'Αγγελοχώρι τής Θράκης τό 1897. Τό κοσμικό του όνομα ήταν Κλεάνθης, καί ή ζωή του ήταν καλογερική καί άπό τόν κόσμο. 'Ασκήτευε στό κτήμα του κάνοντας παρόμοια εργασία (ήταν κηπουρός). Εργαζόταν καί έκεΐ τήν αγάπη πάλι γιά τούς άλλους καί μάζευε συνέχεια αγάπη άπό τόν Χριστό. "Εκανε δηλαδή πολλές ελεημοσύνες καί βοηθούσε συνήθως εκείνους πού είχαν τάση νά κλέβουν, όταν είχαν ανάγκη, γιά νά τούς προφύλαξη άπό τό θανάσιμο αμάρτημα τής κλοπής καί άπό άλλα χειρότερα...Μιά φορά, ένας μικρός, ό όποιος μοΰ τό διηγήθηκε μεγάλος πιά, πήγε στόν κήπο του, γιά νά άγοράση κηπουρικά καί μετά νά άγοράση καί άλλα πράγματα άπό τά καταστήματα. Μόλις έφθασε στόν κήπο, τί νά ίδή! Τάχρήματα τά είχε χάσει. "Αρχισε νά κλαίη ό μικρός καί νάφέρνη κακές σκέψεις καί λύσεις, γιατί φοβόταν τό γερόξύλο πού τόν περίμενε άπό τήν μάνα του.Άφοΰ τόν καθησύχασε τόν μικρό ό τότε Κλεάνθης, τοΰ λέει:
-Θυμάσαι, παιδί μου, πόσα χρήματα σοΰ έδωσε ήμάνα σου καί τί σοΰ είπε νά άγοράσης;-Ναί, απήντησε ό μικρός.Τοΰ έδωσε λοιπόν τά κηπουρικά, τοΰ έδωσε καί τάρέστα καί τοΰ λέει:-Μή στενοχωρήσαι καθόλου, άλλά νά προσεχής άλλη φορά.Τέτοια καί άλλα έκανε στόν κόσμο, όταν ζούσε στήν πατρίδα του.Γύρω στό 1914 έφυγε άπό τόν κόσμο καί άφησε τόναδελφό του καί τόν κήπο του καί ήλθε στό Περιβόλι τήςΠαναγίας νά αγωνιστή μαζί μέ πνευματικούς αδελφούς.Έκάρη Μοναχός τό 1915. Παρέμεινε δέ στήν "Ι. ΜονήΣταυρονικήτα μέχρι τό 1924 καί, μέ τήν αλλαγή τοΰ Ημερολογίου, έφυγε τόν επόμενο χρόνο καί κοινοβίασεστήν Τ. Μονή τοΰ Παντοκράτορος. Έκεΐ παρακάλεσετούς Πατέρες νά μένη έξω τής Μονής, στήν Άμπελικιά πού ήταν κοντά στήν μετάνοια του. Είχε άσκητέψει καί σέ άλλα μέρη τοΰ Αγίου "Ορους μέχρι τό 1939. Άλλά άπό τό 1939 καί στήν συνέχεια αγωνιζόταν πιά στήν Άμπελικιά. "Ολη μέρα δουλειά καί ευχή αδιάλειπτη. Τό σώμα του τό είχε τελείως παραμελημένο, διότι όλη τήν προσπάθεια του τήν είχε στρέψει στήν επιμέλεια τής ψυχής του.Τά ρούχα του ήταν λασπωμένα άπό τόν ίδρωτα καί τόχώμα. Σέ μία άκρη στό πάτωμα είχε κάτι παλιές κουβέρτες, όπου πλάγιαζε, οί όποιες είχαν τόσο πολύ χώμα,πού, έάν έριχνες σπορίδια, θά φύτρωναν.Ένώ εργαζόταν πολύ σκληρά καί αγωνιζόταν καίστά πνευματικά φιλότιμα, περνούσε μέ λίγη λιτή τροφή,χόρτα, κανένα ξηρό καρπό καί παξιμάδι. Τά χρήματαπού δίνουν στά Ιδιόρρυθμα γιά τά διακονήματα, άπό τά
όποια συντηρούνται οί Πατέρες, ό Γερο - Κοσμάς δέν τάέπαιρνε καί τούς έλεγε:- Νά τά κρατήστε, Γεροντάδες, θά τά πάρω αργότερα όλα μαζεμένα.Εκείνοι νόμιζαν ότι θά τά έπαιρνε στά γεράματατου, άλλά ό Γερο - Κοσμάς εννοούσε στήν άλλη ζωή. Επίσης τίς «κουμπάνιες», δηλαδή τά τρόφιμα κ.λ.π., πούτοΰ έδινε ή Μονή, τά μοίραζε ευλογία στά Γεροντάκια τήςΚαψάλας. Έάν κανένα Γεροντάκι δέν τά δεχόταν, τήνάλλη φορά πού θά πήγαινε ό Γερο - Κοσμάς τοΰ έλεγε:- Γέροντα, σοΰ έφερα μερικά πράγματα γιά πούλημα* καί τοΰ τά έδινε σχεδόν δωρεάν."Ετσι, τοΰ άνέπαυε τόν λογισμό, καί τά ελάχιστα εκείνα χρήματα τά έδινε σέ άλλον ευλογία. Μέ αυτές τίς επαφές μέ τούς Πατέρες βοηθιόταν καί ό ίδιος πνευματικάάπό τίς συμβουλές τους. "Αλλες επαφές δέν είχε, εκτόςόταν εκκλησιαζόταν καί κοινωνούσε. Τόν έβλεπε κανείςπάντοτε κάτω άπό τά κλήματα νά καθαρίζη τίς αγριάδεςκαί μέ τήν αδιάλειπτη ευχή νά καθαρίζη μέ δάκρυα τήνψυχή του.
Ηταν κοντούλης καί ηλιοκαμένος, άλλά έλαμπε φορές - φορές τό πρόσωπο του. Αυτό τό είδα μέ τά μάτια μου, άλλά καί άλλοι Πατέρες μοΰ τό είπαν. Τήν τελευταία φορά πού τόν είδα, μοΰ έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί, τήν ώρα πού τόν ρωτούσα γιά κάτι, άστραψε πάλι τό πρόσωπο του πιό πολύ, καί μέ θάμπωσε ό Γερο - Κοσμάς! Αυτή ήταν καί ή τελευταία συνάντηση.Τό 1970, στίς 13 Απριλίου, πέταξε άπό τό Περιβόλιτής Παναγίας σάν "Αγγελος στους Ουρανούς ό Γερο -Κοσμάς άπό τό Άγγελοχώρι τής Θράκης. Τήν ευχή του νά έχουμε. Αμήν.

O Παπα - Φιλάρετος, ό Ηγούμενος τής I.M. Κωνσταμονίτου.




Οί Πατέρες τής Ί. Μονής Κωνσταμονίτου πολλά έχουν, φυσικά, νά γράψουν γιά τόν "Αγιο Γέροντα τους, διότι τόν έζησαν άπό κοντά πολλά χρόνια. Άπό μακριά έγώ λίγα γνώριζα, άλλά θά ήταν αδικία, έάν δέν ανέφερα καθόλου τόν "Αγιο Γέροντα, διότι διακρινόταν γιά τίς αρετές του ανάμεσα στους άλλους Πατέρες καί Ηγουμένους τής εποχής του καί ήταν ξακουστός.Κάποτε, λοιπόν, είχε έπισκεφθή τήν Ί. Μονή Κωνσταμονίτου ένας έφεδρος Αξιωματικός, κατά τό 1950.Ό Παπα - Φιλάρετος τόν φώναξε άπό μακριά μέ τό όνομα του καί τοΰ είπε καί μιά περιπέτεια πού είχε' τόν συμβούλευσε καί τόν παρηγόρησε. Ό Αξιωματικός τάχασε!Είχε συγκλονισθή άπό τό διορατικό χάρισμα τοΰ Γέροντα καί τοΰ είπε μέ ευλάβεια:-Γέροντα, θά γίνω Μοναχός, μόλις απολυθώ.Ό Πατήρ απήντησε:-Νά γίνης, παιδί μου, άλλά όχι σ' αυτό τό Μοναστήρι, γιατί θά σοΰ συμβή πειρασμός μετά άπό τρία χρόνια μέ τόν Γραμματέα.Ό Γέροντας προέβλεπε καί μετά άπό τρία χρόνια έναν πειρασμό πού θά συναντούσε!"Οταν λοιπόν ό Αξιωματικός απολύθηκε άπό τόνΣτρατό, ό Παπα - Φιλάρετος τόν συμβούλευσε καί τόν έστειλε σέ άλλη Μονή, όπου καί έγινε Μοναχός. Άλλά κάθε μήνα πήγαινε καί συμβουλευόταν τόν άγιο Γέροντα.Μιά μέρα πού τόν είχε έπισκεφθή, τόν βρήκε καθισμένοσέ μιά άκρη τού κελλιοΰ του τόν Παπα - Φιλάρετο νά πιά-νη τό κεφάλι του. Ό Πατήρ Άνανίας (ό πρώην Αξιωματικός) μέ πόνο τόν αγκάλιασε καί τόν ρώτησε:-Τί έχεις, Γέροντα; Τί έπαθες;
Καί ό Γέροντας απήντησε στενοχωρημένος:-Τέκνον μου, Άνανία, ούδένα πειρασμό είχα σήμερα, έγκατέλειψις Θεοΰ!Ό Αθλητής τοΰ Χριστού Παπα - Φιλάρετος ήθελε νά παλεύη κάθε μέρα μέ τούς πειρασμούς, γιά νά στεφανώνεται άπό τόν Χριστό!"Αλλη φορά πάλι, είχε ιδεί έναν λαϊκό καί τοΰ λέει:- "Ε, κακομοίρη μου, έσύ δέν πάσχεις άπό σωματική αρρώστια. "Αδικα καταξοδεύτηκες στους γιατρούς.'Εσένα ό σερσέμης* σέ βασανίζει.Εκείνος τοΰ είπε:-Κάνε προσευχή, Γέροντα, νά απαλλαχτώ.Καί ό Παπα - Φιλάρετος τοΰ απήντησε:-Θά κάνω έγώ προσευχή, παιδί μου, άλλά καί έσύνά νηστέψης, γιατί έτσι μόνο φεύγει τό δαιμόνιο, μέ νηστεία καί προσευχή* τό είπε ό Χριστός μας.Ό βασανισμένος άνθρωπος έκανε υπακοή καί έγινε καλά μέ τήν νηστεία πού έκανε ό ίδιος καί τήν νηστείακαί προσευχή τοΰ Αγίου Γέροντα.Στά τελευταία του πιά ό Παπα - Φιλάρετος είχε ωριμάσει πνευματικά καί γνώριζε όχι μόνο τίς καρδιές καίτούς λογισμούς τών ανθρώπων, άλλά ακόμη καί στίς τσέπες τί είχαν!Μιά μέρα είχε περάσει άπό τήν Μονή Κωνσταμονίτου ένας Κληρικός, νά πάρη τήν ευχή τοΰ Γέροντα καί νάτόν συμβουλευτή. "Ηθελε νά μείνη στό "Αγιον "Ορος. Ό Παπα - Φιλάρετος, άφοΰ τοΰ απήντησε στά θέματα πού ιού ανέφερε, καί σέ άλλα, πρίν νά τοΰ τά πή ό Κληρικός,rou είπε καί τί νά κάνη τά χρήματα πού είχε στίς τσέπες Γου, καί τό ποσό ακριβώς τών χρημάτων πού είχε! Ό Κληρικός τάχασε καί δόξασε τόν Θεό, πού γνώρισε Γέροντα καί στήν εποχή μας σάν τούς Γεροντάδες τής παλαιάς εποχής!"Οταν πιά γέρασε ό Παπα - Φιλάρετος, αρρώστησε λίγο, γιατί οί σωματικές του δυνάμεις τόν είχαν εγκαταλείψει. Οί Πατέρες τής Μονής άπό αγάπη τόν ανάγκασαν νά πάη σέ Νοσοκομείο στήν Θεσσαλονίκη, γιά νά έξετασθή. Ό Γέροντας δέν κατάλαβε πώς βρέθηκε στό Νοσοκομείο, γιατί ήταν ζαλισμένος καί άπό τό ταξίδι, εκτός άπό τήν εξάντληση πού είχε. "Οταν συνήλθε, βλέπει γιάμιά στιγμή νά έρχωνται οί Νοσοκόμες καί νά τόν πλησιάζουν. Ό Παπα - Φιλάρετος, μόλις τίς είδε στά άσπρα ντυμένες καί μέ εκείνα τά καπελάκια, νόμιζε ότι είναι "Αγγελοι μέ φωτοστέφανα καί άπό ευλάβεια έκρυβε τό πρόσωπο του μέ τό σεντόνι. "Ολοι γύρω του τάχασαν καί θαύμασαν γιά τήν καθαρότητα τού Γέροντα! Ό Προηγούμενος Συμεών ό Φιλοθείτης ήταν καί αυτός δίπλα του τότε,ό όποιος καί μού τό διηγήθηκε.Τόν μετέφεραν μετά στήν Μετάνοια του, καί άνεπαύθη έν Κυρίο. Τήν ευχή του νά έχουμε. 'Αμήν.

Οί δύο φαντασμένοι Μοναχοίπού πλανέθηκαν.



Κάποτε δύο νέοι, πού ήταν πολύ αγαπημένοι άπό τόν κόσμο, είχαν έρθει στό "Αγιον "Ορος καί έγιναν Μοναχοί. Δυστυχώς όμως δέν συμβουλεύονταν μεγαλύτερους ούτε καί άκουγαν συμβουλή μεγαλυτέρου, άλλά άκουγαν τό παιδικό τους μυαλό, πού συμφωνούσε πάντα τοΰ ενός μέ τοΰ άλλου γιά θέματα πνευματικά. "Αλλοτε έκαναν μεγάλες νηστείες, μέχρι πού άπέκαμαν καί μετά τό έριχναν στό πολύ φαγητό, καί άλλοτε έκαναν τούς έγκλειστούς Ήσυχαστάς, μέ παιδικό εγωισμό, καί μετά έτρεχαν νά βρουν ανθρώπους, γιά νά μιλοΰν συνέχεια καίνά άργολογοΰν. Μέ άλλα λόγια, ό πονηρός τούς πετούσε άπό τά δεξιά στά αριστερά καί πάλι άπό τά αριστερά στά δεξιά, όπως έπαιζαν καί αυτοί μέ τό δικό τους παιδικό μυαλό μέ τήν Καλογερική.Μεταξύ τους όμως είχαν αγάπη αδελφική. Άλλά τί τό θέλεις; "Εβλαψαν τά μυαλά τους μέ τόν εγωισμό τους,άφοΰ δέν άκουγαν κανέναν μεγαλύτερο, καί ό ένας άνέπαυε τόν άλλο στό
θέλημα του. Είχαν δέ ύποσχεθή νά μή χωρισθούν ποτέ ούτε σ' αυτή τήν ζωή ούτε καί στήν άλλη.
Ό πονηρός όμως τό εκμεταλλεύτηκε αυτό καί τούς άνοιξε, δυστυχώς, δουλειά!Μιά μέρα λοιπόν λέει ό ένας στόν άλλο:- Μοΰ πέρασε ένας λογισμός, αδελφέ μου, ότι αυτό πού υποσχεθήκαμε, νά πεθάνουμε καί οί δυό μιά μέρα,δέν είναι σίγουρο ότι θά γίνη. Τό πιό σίγουρο γιά τήν υπόσχεση μας είναι νά ραφτούμε καί οί δυό μαζί, όπως ράβουν τούς νεκρούς, καί νά πέσουμε στήν θάλασσα.Δυστυχώς, τό δέχθηκε καί ό άλλος μέ χαρά. Παίρνουν λοιπόν μιά κουβέρτα, σπάγκο καί σακοράφα καί πηγαίνουν γιά τήν θάλασσα χαρούμενοι. Άφοΰ ράφτηκαν καλά, επάνω σ' έναν βράχο, έπεσαν κάτω στήν θάλασσα. Επόμενο ήταν, όπως ήταν τυλιγμένοι καί ραμμένοι,νά πνιγούν μιά μέρα καί οί δύο.Πέρασε αρκετό διάστημα, καί τά πτώματα τους  βρέθηκαν στήν ακροθαλασσιά τοΰ Βόλου. (Αυτό έγινε γύρω στό 1912).Τό θλιβερό αυτό γεγονός πού μάς συγκλονίζει, μάς φρενάρει κιόλας, γιά νά είμεθα προσεκτικοί. Παράλληλα όμως καί μάς υποχρεώνει νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μή θεώρηση γιά αυτοκτονία αυτή τήν αυτοκτονία τών αδελφών μας, άλλά νά τήν παράβλεψη σάν παιδική μεγάλη αταξία. Αμήν.

Ό ευλαβής καί υπάκουος υποτακτικός.



Ενας νεαρός Μοναχός τής Ιεράς Μονής Έσφιγμένου, επειδή είχε πολλή κατάνυξη τήν ώρα τής προσευχής καί προδιδόταν στήν Ακολουθία άπό τούς λυγμούς καί τά κλάματα, δέν κατέβαινε γι' αυτόν τόν λόγο στήν Εκκλησία, άλλά προσευχόταν μόνος του στό κελλί του. "Οταν είδε ό Ηγούμενος νά άπουσιάζη μιά - δυό άπότήν Ακολουθία, μπήκε σέ λογισμούς καί κάλεσε τόν Μοναχό στό Ήγουμενεΐο καί τόν ρώτησε:
-Γιατί, παιδί μου, δέν έρχεσαι στήν Ακολουθία, όπως όλοι οί Πατέρες;
Ό αδελφός απήντησε:
-Γέροντα, δυσκολεύομαι στό Ναό, ένώ στό κελλί μου μπορώ νά προσεύχωμαι μέ πολλή κατάνυξη καί περισσότερες ώρες, χωρίς νά μέ βλέπη κανείς.
Τότε ό διακριτικότατος Ηγούμενος, Παπα - Σωφρόνιος, τοΰ είπε:
-"Εχεις δίκαιο, παιδί μου, άλλά, γιά νά μή γίνη σκάνδαλο, νά κατεβαίνης στήν Ακολουθία, στό Ναό.
Ό αδελφός τό δέχθηκε μέ χαρά καί κατέβαινε πρώτος στό Ναό γιά τήν Ακολουθία.Μετά όμως άπό λίγο διάστημα οικονόμησε τόν αδελφό ό Ηγούμενος σέ διακόνημα ήσυχαστικό, έξω τής Μονής, καί άνέπαυσε τόν αδελφό, ό όποιος βοηθήθηκε παράλληλα πνευματικά καί απέκτησε περισσότερη ευλάβεια καί καρδιακή προσευχή.

Ό αδελφός πού σώθηκε χωρίς κόπο,επειδή δέν κατέκρινε.



Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στήν Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, γιά νά γίνη Μοναχός. Οί Πατέρες
όμως τής Σκήτης δέν τόν δέχονταν, γιατί, έκτος πού ήταν ράθυμος καί αμελής, ήταν καί πολύ σκανδαλοποιός καί δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαυόταν στήν Σκήτη, παρακάλεσε τούς Πατέρες νά τόν αφήσουν νά μένη ώς λαϊκός καί νά εργάζεται καμιά φορά.
"Ετσι λοιπόν πέρασε τήν ζωή του μέ ραθυμία καί αμέλεια μέχρι τήν ώρα τού θανάτου του, πού έπεσε πιά στό κρεβάτι καί ψυχορραγούσε. Οί Πατέρες όμως τοΰ συμπαραστέκονταν καί βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.Μιά μέρα ό ετοιμοθάνατος είχε έρθει σέ έκσταση καί έκανε νοήματα. Οί Πατέρες απορούσαν τί νά συμβαίνη!"Οταν συνήλθε, τούς διηγήθηκε τό έξης φοβερό:
-Είδα τόν Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στά χέρια του, πού είχε όλες τίς αμαρτίες μου, καί μοΰ είπε:
«Βλέπεις; αυτά έδώ τά έκανες όλα, γι' αυτό έτοιμά-σου νά πάς στήν κόλαση».
Τότε έγώ τοΰ λέω:
«Γιά κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τά αμαρτήματα, υπάρχει τό αμάρτημα τής κατακρίσεως;»
Ψάχνει ό Αρχάγγελος καί μοΰ λέει:
«"Οχι, δέν υπάρχει».«Όποτε, τοΰ λέω, δέν πρέπει νά πάω στήν κόλαση,σύμφωνα μέ αυτό πού είπε ό Κύριος:
Μή κρίνετε, καί ού μή κριθήτε».
Τότε ό Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε τό χαρτί μέ τά αμαρτήματα μου. "Ετσι, Πατέρες μου, θά πάω στόν Παράδεισο. "Οταν μοΰ είχατε πει ότι δέν κάνω γιά Μοναχός στήν Σκήτη καί εργαζόμουν ώς λαϊκός καί εκκλησιαζόμουν στό Κυριάκο τίς εορτές, είχα ακούσει τά λόγια τοΰ Ευαγγελίου
Μή κρίνετε, ϊνα μή κριθήτε καί είπα:
«Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό νά έφαρμόσης», καί αυτό μέ έσωσε δίχως άλλον κόπο.
Μόλις τελείωσε αυτά τά λόγια, παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Αρχάγγελο Μιχαήλ.

Ό αμελής νεαρός Μοναχός.



Στήν Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, έπί Φιλάρετου, ήταν ένας νεαρός Μοναχός, πού δέν κατέβαινε στήν Ακολουθία άπό αμέλεια καί παρέλειπε καί όλα τά πνευματικά του καθήκοντα Ό ευλαβέστατος Ηγούμενος, Παπα - Φιλάρετος,τοΰ έκανε κατ' επανάληψιν παρατηρήσεις καί τόν νουθετούσε, άλλ' εκείνος καί πάλι αδιαφορούσε γιά όλα. Αναγκάστηκε πιά ό Γέροντας νά τόν άφήση στήν Παναγία,καί τήν παρακαλοΰσε μέρα - νύχτα νά βοηθήση πιά Εκείνη τόν αδελφό.Μιά μέρα, λοιπόν, είδε τήν Παναγία ό αδελφός νάτοΰ λέη θλιμμένη:- Λυπάμαι γιά τά χάλια σου. Άφοΰ τώρα πού είσαι νέος καί υγιής δέν κατεβαίνεις στό Ναό, γιά νά προσευχηθής, άλλά κάθεσαι στό κελλί σου, καί σέ πνίγουν οί άσχημοι λογισμοί, πότε θά πάς; σάν γηράσης ή όταν άρρωστήσης;Μετά άπό αυτό τό γεγονός ό Μοναχός άλλαξε τελείως καί κατέβαινε πρώτος στήν Ακολουθία καί αγωνιζόταν μέ προθυμία μεγάλη.

Ό υποτακτικός πού δέν έκανε υπακοή στόν Γέροντα του καί σώθηκε,επειδή ήλπιζε στόν Θεό.



Ελεγε ό Παπα - Μεθόδιος άπό τό Κελλί τών Αγίων Θεοδώρων, στίς Καρυές, ότι ό Γέροντας του πολύ ανησυχούσε γιά τήν πνευματική πρόοδο τών υποτακτικών του, επειδή ελεγχόταν γιά τήν υπακοή πού είχε κάνειό ίδιος, καί έτσι πέθανε μ' αυτόν τόν καημό.Μετά άπό λίγα χρόνια ό Παπα - Μεθόδιος είδε σέ όραμα τόν Γέροντα του καί τόν ρώτησε:
-Τί κάνεις, Γέροντα; Ποϋ βρίσκεσαι;
Εκείνος τοΰ απήντησε:
-Καλά είμαι, σώθηκα μέν, άλλά πώς σώθηκα! Μέ πολύ κόπο, γιατί δέν έκανα υπακοή στόν Γέροντα μου."Οταν είχα πεθάνει, μέ ρώτησε ό "Αγγελος μέ αυστηρό ύφος:
«"Εχεις κανένα καλό έργο; Τί έκανες;»
Καί έγώ απήντησα:
«Κανένα καλό έργο δέν έχω, εκτός άπό αμαρτωλές πράξεις, τίς παρακοές στόν Γέροντα μου. Τό μόνο πράγμα πού έχω, είναι ή ελπίδα μου στόν Θεό, καί ό,τι κάνειγιά μένα τό έλεος τοΰ Θεοΰ».
Πηγαίνει τότε ό "Αγγελος, γιά νά ρωτήση, καί σέ λίγο έρχεται καί λέει:
«Άφοΰ αναγνώριζες ταπεινά τά χάλια σου καί ήλπιζες μόνο στόν Θεό, μοΰ είπε ό Χριστός νά σέ περάσω μαζίμέ τούς σωζόμενους».
Ρωτάει μετά πάλι ό Παπα - Μεθόδιος τόν Γέροντα του γιά κάποιον πριονά γνωστό τους, πού είχε πεθάνει:
- Γέροντα, ποΰ βρίσκεται ό πριονάς;
Καί εκείνος τοΰ απήντησε:
- Ό πριονάς βρίσκεται σέ καλύτερη θέση άπό μένα,γιατί καί πολύ ταλαιπωρήθηκε στή ζωή του, άλλά καί έκανε ταπεινά υπακοή σ' όλα τά αφεντικά του, στά όποια εργαζόταν χωρίς γογγυσμό.Επίσης τόν ρώτησε καί γιά έναν δαιμονισμένο, πού βασανιζόταν άπό τό δαιμόνιο, «ποΰ βρίσκεται», καί ό Γέροντας απήντησε:
-Αυτός βρίσκεται σέ καλύτερη ακόμη θέση, γιατί πολύ ταλαιπωρήθηκε καί πολύ τόν ταπείνωσε τό δαιμόνιο μπροστά στους ανθρώπους. Άλλά καί ό ίδιος εΐχε ταπεινωθή, διότι έλεγε:
«Οί ευχές τών Πατέρων θά μέ σώσουν κι εμένα τόν ταλαίπωρο».
Τήν ώρα τοΰ θανάτου τοΰ Γέροντα τοΰ Παπα - Μεθοδίου εΐχε συμβή ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ένώ ξεψύχησε, επανήλθε γιά λίγο στή ζωή. Τόν ρώτησαν τότε οί Πατέρες πού βρίσκονταν κοντά του.
-Περίεργο! πώς ξεψύχησες;
Καί ό Γέροντας απήντησε τότε:
- Μετά άπό λίγη ώρα, πού εΐχε βγή ή ψυχή μου, είπε ένας "Αγγελος:
«Νά έπιστρέψης, γιά νά άποχαιρετήσης πρώτα τόν αδελφό σου».
Έγώ τοΰ είπα:
«Δέν έχω αδελφό ούτε στόν κόσμο ούτε καί στήν Καλογερική».
Ό "Αγγελος απήντησε:
«Εννοώ τό σώμα σου, αδελφό τής ψυχής σου».
Καί όταν επέστρεψα στό σώμα μου, τότε γνώρισα τόν εαυτό μου.
Μοΰ λέει ξανά ό "Αγγελος:
«Νά άποχαιρετήσης τό σώμα σου, γιατί μ' αυτό έκακοπάθησες».
Καί μετά έφυγε ή ψυχή του στόν Ουρανό.

Ό άσπλαγχνος Μοναχός πού πλανέθηκε, γιατί έκανε ξερή άσκηση χωρίς αγάπη καί διάκριση.



Ο Πατήρ... εΐχε έρθει στό "Αγιον "Ορος μαζί μέ ένα φίλο του, γιά νά γίνουν Μοναχοί, μετά άπό έναθαύμα πού είδαν στήν Μεγαλόχαρη τής Τήνου, όταν έγινεκαλά ένας παράλυτος έκ γενετής. Ό μέν φίλος του έμεινεστήν Νέα Σκήτη, ό δέ Πατήρ... ήρθε άπό τήν Βόρειο -ανατολική πλευρά καί έγινε Μοναχός σ' ένα Ιδιόρρυθμο Μοναστήρι.Επειδή στά Ιδιόρρυθμα υπάρχει ελευθερία, χρειάζεται φυσικά καί πολλή προσοχή, διότι, έάν δέν τήν αξιοποίηση σωστά κανείς, μπορεί νά γίνη χειρότερος καί άπόκοσμικός, μπορεί καί νά πλανεθή.Ό Πατήρ... λοιπόν εΐχε αγωνιστικό πνεϋμα, άλλά τό χαλαρό πνεύμα τοΰ Ιδιόρρυθμου τόν έριξε κατ' αρχάς στήν υπερηφάνεια καί μετά στήν έπαρση. "Οσο έκανε σκληρούς αγώνες μέ υπερηφάνεια, άλλο τόσο σκλήραινε καί ή καρδιά του. Δέν τόν ενδιέφερε έάν ό διπλανός του κινδύνευε ή σπαρταρούσε, άρκεΐ νά συμπλήρωνε τά κομποσχοίνια του τά πολλά καί τίς πολλές μετάνοιες. Εΐχε γεμίσει όλες τίς ώρες, ακόμη καί τά λεπτά, μέ αγώνες,Παρακλήσεις κ.λ.π. καί πίεζε τόν εαυτό του εγωιστικά,γιά νά άγιάση, μέχρι πού δημιούργησε άγχος στόν εαυτότου. Νήστευε δέ τρομερά, έκανε συνέχεια ένατες καί τριήμερα. "Οποιος τόν έβλεπε εξωτερικά, σκυφτό, σκελετωμένο, μέ σοβαρό ύφος κ.τ.λ., σχημάτιζε τήν γνώμη ότι είναι μεγάλος Ασκητής. Επειδή καί τό διακόνημά του ήταν Δασονόμος, καί τόν περισσότερο χρόνο τόν περνοΰσε στό δάσος, καί αυτό τόν έβλαψε. "Οταν επέστρεφεστή Μονή, λές καί κατέβαινε ό Μέγας Αντώνιος άπό τό"Ορος! Δέν μιλούσε μέ κανέναν αδελφό, κλεινόταν στό κελλί του, όπως ανέφερα, καί πίεζε τόν εαυτό του στους αγώνες εγωιστικά γιά νά άγιάση.Μιά μέρα, λοιπόν, εΐχε πέσει ένας εργάτης άπό ένα δένδρο στό δάσος καί σακατεύτηκε ό καημένος. Αμέσως ό γιός του τόν φορτώθηκε καί τόν κατέβασε κοντά στήν Μονή, γιά νά ειδοποίηση τόν Διακονητή τοΰ δάσους, Πατέρα..., γιά τό συμβάν καί νά τοΰ ζητήση μιά κουβέρτα, γιά νά μεταφέρη στό Μουράγιο τόν σακατεμένο πατέρα του, γιά νά τόν πάη στήν Θεσσαλονίκη. Ό Πατήρ, δυστυχώς, όχι μόνο δέν τοΰ έδωσε κουβέρτα, άλλά σκεφτόταν τόν χρόνο πού τοΰ έτρωγε ό νέος μέ τήν υπόθεση τοΰ πατέρα του. Φυσικά, ήταν υποχρεωμένος όχι μόνο νά τόν άκούση, άλλά καί νά τόν βοηθήση, επειδή ήταν ό Διακονητής τοΰ δάσους, άλλά καί Προϊστάμενος.Δυστυχώς όμως, έκλεισε τήν πόρτα τοΰ κελλιοΰ του, γιά νά μήν καθυστέρηση καί νά συμπλήρωση τά πνευματικάτου.Οί Πατέρες τής Μονής, όταν είδαν τόν νέο νά κλαίη,τόν πλησίασαν καί τοΰ συμπαραστάθηκαν. Παρηγόρησαν τό παιδί, βοήθησαν γιά τήν μεταφορά τοΰ πληγωμένου πατέρα του καί φρόντισαν νά τακτοποιηθή σέ Νοσοκομείο.Μετά άπό τέτοια άσπλαγχνία(!) επόμενο ήταν νά άπομακρυνθή τελείως ή Χάρη τοΰ Θεοΰ καί νά σκοτισθή σιγά - σιγά ό ταλαίπωρος. "Αρχισε δέ νά καυχάται ότι έφθασε στά μέτρα τών Αγίων Πατέρων καί βλέπει Αγίους, Αγγέλους, φώτα κ.τ.λ.Μιά μέρα, λοιπόν, τοΰ εΐχε παρουσιασθή πάλι ένας δήθεν "Αγγελος καί τοΰ λέει:
- Έτοιμάσου γρήγορα, Πάτερ..., γιατί σέ λίγο θά περάσω νά σέ πάρω.
Εκείνος απήντησε:
-Νάναι ευλογημένο! καί βιαστικά - βιαστικά φόρεσε τά καινούρια του ράσα καί τό Σχήμα.'
Εν τω μεταξύ τοΰ ξαναφωνάζει:
- "Αντε, γρήγορα, ανέβα στό παράθυρο νά σέ πάρω.
Καί ό Πατήρ απήντησε:
-Κάνε υπομονή νά βρώ ένα σκαμνί, γιά νά ανέβω.
Μετά άπό αυτόν τόν διάλογο, μοΰ έλεγε ό Προηγούμενος..., ακούστηκε ένα πέσιμο καί ένα «"Ωχ!». "Ωσπου νά τρέξουν οί Πατέρες, είχε τελειώσει. Εΐχε γίνει σύντριμμα, γιατί ήταν σωματώδης, καί τό ύψος ήταν πολύ, διότιέπεσε άπό τόν τρίτο όροφο κάτω στήν πλακοστρωμένη αυλή. Οί Πατέρες τόν συμμάζεψαν στήν κουβέρτα μέ διπλό πόνο, γιατί περισσότερο σκέφτονταν τήν απώλεια τής ψυχής του. Ανέβηκαν μετά στό κελλί του, γιά νά τότακτοποιήσουν, καί βρήκαν μιά κόλλα μέ μεγάλα γράμματα νά λέη τά έξης:
«Κάτω άπ' αυτή τήν κόλλα έχω τρεις χιλιάδες δραχμές γιά ένα Σαρανταλείτουργο. Έάν δέν μοΰ τό κάνετε, νά έχετε τήν λέπρα τοΰ Γιεζή, τήν αγχόνη τοΰ Ιούδα καί τήν άρά τών 318 Θεοφόρων Πατέρων τής Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου», καί στό τέλος είχετήν υπογραφή του.Ό Καλός Θεός, πού είναι όλο σπλάγχνα, άς λυπηθή τό ταλαίπωρο πλάσμα του, καί ή διπλή αυτή πτώση τοΰ πλανεμένου άδελφοΰ άς γίνη διπλό φρένο γιά μάς, γιά νά άγωνιζώμαστε μέ πολλή ταπείνωση καί αγάπη, νά πλησιάσουμε στόν Θεό. Αμήν.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ό κίνδυνος της αναισθησίας


- Γέροντα, μερικές φορές μού ζητούν λαϊκοί νά προσευχηθώ γιά ένα
πρόβλημα τους. Το κάνω, χωρίς όμως νά νιώσω πόνο.
- Έδώ υπάρχουν δύο περιπτώσεις: ή πρώτη είναι επικίνδυνη, ή δεύτερη έχει
πνευματική αντιμετώπιση. Όταν ό μοναχός ξεχνά τους δικούς του και δεν
σκέφτεται καί τους άλλους, δηλαδή δεν προσεύχεται γιά τον κόσμο, τότε αυτό
είναι πολύ κακό. Ερχόμαστε δηλαδή στο μοναστήρι, εγκαταλείπουμε τους
δικούς μας, καί φθάνουμε νά ξεχάσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους
άλλους. Αντιμετωπίζουμε τά πράγματα πνευματικά, άλλα δεν συμμετέχουμε
στον πόνο των άλλων πνευματικά. Δεν προχωρούμε πνευματικά, γιά νά
μπορέσουμε νά νιώσουμε τά προβλήματα τους, και υπάρχει κίνδυνος νά
φθάσουμε σέ μιά αναισθησία. Αρχίζει σιγά-σιγά μία αδιαφορία καί γίνεται ή καρδιά
πέτρα. Στην δεύτερη περίπτωση πονά κανείς γιά όλο τον κόσμο, άλλα νιώθει
καί μιά παρηγοριά, γιατί σκέφτεται ότι ό άλλος πού υποφέρει θά εχη μισθό από
τον Θεό, θά είναι μάρτυρας. Με αυτόν τον λογισμό νιώθει βαθειά σιγουριά καί
έχει μιά εσωτερική χαρά. Σ' αυτήν τήν περίπτωση ή καρδιά δεν είναι πέτρινη
άλλα θεϊκή.
Αν δεν προσέξουν οί καλόγεροι, μπορεί νά γίνη ή καρδιά τους πολύ
σκληρή. Οί κοσμικοί βλέπουν ατυχήματα, τήν δυστυχία των άλλων, καί πονούν.
Έμεϊς δεν τήν βλέπουμε καί μπορεί νά ζητάμε όλο γιά τόν εαυτό μας. Αν δεν
κάνουμε δηλαδή λεπτή εργασία, γιά νά νιώσουμε τήν δυστυχία των άλλων καί
νά κάνουμε γι' αυτούς καρδιακή προσευχή, θά γίνουμε σκληροκάρδιοι. Θά
φθάσουμε σέ σημείο νά θέλουμε το βόλεμα μας καί θά γίνη ή καρδιά μας
πέτρινη μέ τήν αδιαφορία, πράγμα πού είναι άντιευαγγελικό. Ό μοναχός πρέπει
νά ενδιαφέρεται, νά πονάη καί νά προσεύχεται γενικά γιά τόν κόσμο. Αυτό δέν
τοΰ φέρνει περισπασμό, άλλα αντιθέτως βοηθιέται καί ό ϊδιος μέ τήν προσευχή,
βοηθάει καί τους άλλους.
- Γέροντα, ενώ βλέπω τά χάλια μου, κάνω πιό πολλή προσευχή γιά τους
άλλους. Μήπως είναι καλύτερα νά μήν προσεύχωμαι γιά τους άλλους καί νά
προσεύχωμαι μόνο γιά τόν εαυτό μου;
- Άπό ταπείνωση; Αν είναι άπό ταπείνωση, νά λές στον Θεό μέ πολλή
ταπείνωση: «Θεέ μου, τέτοια πού είμαι, δέν πρέπει νά μέ ακούσης. Αλλά δέν
είναι αδικία νά υποφέρουν οί άλλοι εξ αιτίας μου; Γιατί, εάν είχα πνευματική
κατάσταση, παρρησία, θά μέ άκουγες και θα τους βοηθούσες. Φταίω και εγώ,
πού ό άλλος υποφέρει. Τώρα όμως τί φταίει νά ύποφέρη εξαιτίας μου; Σε
παρακαλώ, βοήθησε τον». Εξαρτάται δηλαδή πώς τοποθετείσαι γιά τους
άλλους. Νιώθεις ότι δέν είσαι άξια, αλλά τυχαίνει, βλέπεις έναν πονεμένο,
στενοχωριέσαι, πονάς, προσεύχεσαι. Όταν λ.χ. βλέπω έναν τυφλό, αισθάνομαι
τόν εαυτό μου ένοχο, γιατί, αν είχα πνευματική κατάσταση, θά μπορούσα νά
τόν θεραπεύσω. Ό Θεός μάς έδωσε τήν δυνατότητα νά γίνουμε άγιοι, νά
κάνουμε θαύματα, όπως έκανε και Εκείνος. Αναγνωρίζουμε τήν μεγάλη ή μικρή
μας πνευματική αρρώστια και ταπεινά ζητούμε τήν σωματική υγεία γιά τόν
συνάνθρωπο μας, ώς ένοχοι γιά τήν αρρώστια του. Γιατί, έάν είχαμε
πνευματική υγεία, θά είχε θεραπευθή προ καιρού και δέν θά παιδευόταν. Όταν
τοποθετούμαστε σωστά, ότι είμαστε ένοχοι γιά όλη τήν κατάσταση τού κόσμου,
και λέμε «Κύριε, Ίησοϋ Χριστέ, έλέησον ημάς», βοηθιέται καί ό κόσμος όλος. Καί
γιά τά χάλια του πρέπει νά πόνεση κανείς καί νά ζήτηση το έλεος τού Θεού.
Φυσικά, αν φθάση σέ μιά πνευματική κατάσταση, τότε γιά τόν εαυτό του δέν
ζητάει τίποτε.
Βλέπω ότι πολλές φορές πιάνουμε στραβά το «Κύριε, Ίησοϋ Χριστέ,
έλέησόν με» καί δήθεν από ταπείνωση δέν λέμε «έλέησον ημάς», δέν
προσευχόμαστε γιά τους άλλους παρά μόνο γιά τόν εαυτό μας. Γι' αυτό καί
μερικές φορές μάς παρεξηγούν εμάς τους μοναχούς οί κοσμικοί καί λένε ότι
είμαστε εγωιστές καί ότι φροντίζουμε νά σώσουμε μόνον τόν εαυτό μας. Το
«έλέησόν με» είναι γιά νά μήν πέσουμε σέ υπερηφάνεια. Ή ευχή ενός ταπεινού
άνθρωπου, πού πιστεύει ότι είναι χειρότερος άπό όλους, έχει περισσότερη αξία
από τήν αγρυπνία πού κάνει ένας άλλος μέ υπερήφανο λογισμό. Όταν
προσευχώμαστε μέ υπερηφάνεια, κοροϊδεύουμε τόν εαυτό μας.

Κατάσταση συναγερμού


Μήν ξεχνάτε ότι περνούμε δύσκολους καιρούς και χρειάζεται πολλή
προσευχή. Νά θυμάστε την μεγάλη ανάγκη πού έχει ό κόσμος σήμερα και τήν
μεγάλη απαίτηση πού έχει ό Θεός από μας γιά προσευχή. Νά εϋχεσθε γιά τήν
γενική εξωφρενική κατάσταση όλου τού κόσμου, νά λυπηθή ό Χριστός τά
πλάσματα Του, γιατί βαδίζουν στην καταστροφή. Νά επέμβη θεϊκά στην
εξωφρενική εποχή πού ζούμε, γιατί ό κόσμος οδηγείται στην σύγχυση, στην
τρέλλα και στο αδιέξοδο.
Μας κάλεσε ό Θεός νά κάνουμε προσευχή γιά τον κόσμο, πού έχει τόσα
προβλήματα! Οι καημένοι δεν προλαβαίνουν έναν σταυρό νά κάνουν. Έάν έμεϊς
οι μοναχοί δεν κάνουμε προσευχή, ποιοι θά κάνουν; Ό στρατιώτης σέ καιρό
πολέμου είναι σε κατάσταση συναγερμού, έτοιμος με τά παπούτσια. Στήν ϊδια
κατάσταση πρέπει νά είναι και ό μοναχός. Αχ, Μακκαβαΐος θά έβγαινα! Στά
βουνά θά έφευγα, γιά νά προσεύχωμαι συνέχεια γιά τον κόσμο.
Πρέπει νά βοηθήσουμε μέ τήν προσευχή τον κόσμο όλο, νά μήν κάνη ό
διάβολος ό,τι θέλει. Έχει αποκτήσει δικαιώματα ό διάβολος. Όχι ότι τον αφήνει
ό Θεός, άλλα δέν θέλει νά παραβίαση το αυτεξούσιο. Γι' αυτό εμείς νά
βοηθήσουμε μέ τήν προσευχή. Όταν πονάη κανείς γιά τήν σημερινή κατάσταση
πού επικρατεί στον κόσμο και προσεύχεται, τότε βοηθιούνται οι άνθρωποι,
χωρίς να παραβιάζεται τό αυτεξούσιο. Αν προχωρήσετε με την Χάρη τοϋ Θεού
ακόμη λίγο, θα αρχίσουμε νά κάνουμε μιά προσπάθεια στό θέμα της προσευχής,
νά μπή μια σειρά, νά γίνετε ραντάρ, γιατί και τά πράγματα ζορίζουν. Θα
διοργανώσουμε ένα συνεργείο προσευχής. Νά κάνετε πόλεμο με τό
κομποσχοίνι. Με πόνο νά γίνεται ή προσευχή. Ξέρετε τί δύναμη έχει τότε ή
προσευχή;
Πολύ πληγώνομαι, όταν βλέπω μοναχούς νά ενεργούν ανθρωπίνως και όχι
με τήν προσευχή διά μέσου τού Θεού στά δυσκολοκατόρθωτα ανθρωπίνως. Ό
Θεός μπορεί όλα νά τά τακτοποίηση. "Όταν κανείς κάνη σωστή πνευματική
εργασία, τότε μπορεί μόνο με τήν προσευχή νά χτίση μοναστήρια και νά τά
έφοδιάση με όλα τά απαραίτητα και νά βοηθήση τό σύμπαν. Δεν χρειάζεται
ούτε νά δουλεύη· αρκεί μόνο νά προσεύχεται. Ό μοναχός πρέπει νά
προσπαθήση νά μήν πονοκεφαλάη γιά τήν άλφα ή βήτα δυσκολία, είτε είναι
ατομική είτε ενός συνανθρώπου του εΐτε άφορα στην γενική κατάσταση, άλλα
νά καταφεύγη στην προσευχή και νά στέλνη διά τού Θεού πολλές θείες
δυνάμεις. Άλλωστε και τό έργο τού μοναχού αυτό είναι, και εάν αυτό δέν τό έχη
καταλάβει ό μοναχός, ή ζωή του δέν έχει κανένα νόημα. Γι' αυτό, νά ξέρη ότι ή
κάθε αγωνία του πού τον ωθεί νά αναζητά ανθρώπινες λύσεις στά διάφορα
προβλήματα, μέ ένα βασάνισμα και πονοκέφαλο, είναι τού πειρασμού. Όταν
βλέπετε ότι σας απασχολούν πράγματα γιά τά όποια ανθρωπίνως δέν υπάρχει
λύση και δέν τά εμπιστεύεστε στον Θεό, νά ξέρετε ότι αυτό είναι τέχνασμα τού
πειρασμού, γιά νά αφήσετε τήν προσευχή, μέ τήν οποία μπορεί ό Θεός νά στείλη
όχι απλώς θεία δύναμη άλλα θείες δυνάμεις, και ή βοήθεια τότε δέν θά εΐναι
απλώς θεία βοήθεια άλλα θαύμα Θεού. Από τήν στιγμή πού αρχίζουμε νά αγω-
νιούμε, εμποδίζουμε τον Θεό νά έπέμβη. Βάζουμε τήν λογική μπροστά και όχι τόν
Θεό, το θειο θέλημα, ώστε νά δικαιούμαστε την θεία βοήθεια. Ό διάβολος
προσπαθεί, κλέβοντας μέ τέχνη τήν αγάπη του μονάχου, νά τόν κρατάη σε μιά
κοσμική αγάπη, σε μιά κοσμική αντιμετώπιση και κοσμική προσφορά στον
συνάνθρωπο του, ενώ ώς μοναχός έχει τήν δυνατότητα νά κινήται στον δικό
του χώρο, στην δική του ειδικότητα, του Άσυρματιστού, γιατί αυτό είναι και το
διακόνημα πού τοϋ έδωσε ό Θεός. Όλα τά άλλα, όσα κάνουμε μέ τις ανθρώπινες
προσπάθειες, είναι σε κατώτερη μοίρα.
Επίσης καλύτερα είναι ό μοναχός νά βοηθάη τους άλλους μέ τήν προσευχή
του παρά μέ τά λόγια του. Αν δεν έχη τήν δύναμη νά συγκράτηση κάποιον πού
κάνει κακό, ας τόν βοηθήση από μακριά μέ τήν προσευχή, γιατί διαφορετικά
μπορεί και νά βλαφθή. Μιά ευχή καλή, καρδιακή, έχει περισσότερη δύναμη από
χιλιάδες λόγια, όταν οι άλλοι δέν παίρνουν άπό λόγια. Παρόλο πού λένε ότι
βοηθώ τόν κόσμο πού έρχεται και μέ βρίσκει, ώς θετική προσφορά μου στον
κόσμο βλέπω τήν μιάμιση ώρα πού διαβάζω το Ψαλτήρι. Το άλλο το θεωρώ
ψυχαγωγία· νά πουν οι καημένοι τόν πόνο τους, νά τους δώσω καμμιά
συμβουλή. Γι' αυτό τήν βοήθεια δέν τήν θεωρώ προσφορά δική μου· ή
προσευχή είναι πού βοηθάει. Αν είχα όλο τόν χρόνο μου γιά προσευχή,
περισσότερο θά βοηθούσα τόν κόσμο. Ας πούμε ότι θά δώ τήν ημέρα
διακόσιους πονεμένους· μόνο διακόσιοι πονεμένοι υπάρχουν στον κόσμο; Αν
δέν δώ κανέναν και προσευχηθώ γιά όλον τόν κόσμο, τότε βλέπω όλον τόν
κόσμο. Γι' αυτό λέω στον κόσμο: «Έγώ θέλω νά μιλώ γιά σας στον Θεό, και όχι
σ' εσάς γιά τόν Θεό. Αυτό είναι καλύτερο γιά σας, άλλα δέν μέ καταλαβαίνετε».
Νά μήν παραμελούμε το θέμα της προσευχής σ' αυτά τά δύσκολα χρόνια.
Είναι ασφάλεια ή προσευχή, είναι επικοινωνία με τόν Θεό. Είδατε τί λέει ό
Άββάς Ισαάκ; «Δέν θα μας ζήτηση λόγο ό Θεός, γιατί δεν κάναμε προσευχή,
άλλα γιατί δέν είχαμε επαφή με τόν Χριστό και μας ταλαιπώρησε ο
διάβολος»
.

Ό μοναχός και ή αναγέννηση τοϋ κόσμου


Οί μοναχοί είναι ό τακτικός στρατός τοϋ Χρίστου, γι’ αυτό δεν
πληρώνονται. Νά, βλέπεις πώς πολλοί δεν μπορούν νά ξεχάσουν το Αγιον
Όρος! Όπου άλλου νά πάνε, θά τους ζητήσουν χρήματα κ.λπ., ενώ στο Αγιον
Όρος θά βγάλουν μόνον το διαμονητήριο και από εκεί και πέρα μπορούν νά
πάνε όπου θέλουν, χωρίς νά πληρώσουν, θά φάνε δωρεάν, θά κοιμηθούν
δωρεάν. Βρίσκουν κάτι άλλο, και γι' αυτό βοηθιούνται. Όταν ήμουν στο Καλύβι
τοϋ Τιμίου Σταύρου198, ήρθε κάποιος πού είχε προβλήματα. Συζητήσαμε μιάμιση
ώρα. Μετά έβγαλε νά μοϋ δώση ένα πεντακοσάρικο. «Τί είναι αυτό;», τοϋ λέω.
«Γιά μιά απλή επίσκεψη στον γιατρό πληρώνουμε τόσο, μοϋ λέει. Μέ συγχωρής,
μήπως είναι λίγα;».
Μερικοί μεγάλοι της Ε.Ο.Κ., όταν ήρθαν στό Αγιον Όρος υστέρα άπό τήν
τελευταία πυρκαγιά, γιά νά δουν τί χρειάζεται και νά βοηθήσουν, πέρασαν και
άπό το Καλύβι. Πάνω στην συζήτηση τους είπα: «Έμεϊς ήρθαμε εδώ, γιά νά
δώσουμε· δεν ήρθαμε, γιά νά πάρουμε». «Πρώτη φορά το ακούσαμε αυτό», μοϋ
είπαν και το σημείωσαν αμέσως. Έμεϊς γίναμε μοναχοί, γιά νά πάρουμε υλικά;
Γίναμε μοναχοί, γιά νά δίνουμε πνευματικά, χωρίς νά παίρνουμε υλικά. Νά
είμαστε απαλλαγμένοι άπό τά βιοτικά, γιά νά μεριμνούμε γιά τά πνευματικά.
Βγήκαμε στό κλαρί γιά τήν αγάπη τοϋ Χρίστου, γιά νά ελευθερωθούμε εμείς άπό
τά πάθη και νά ελευθερώσουμε και άλλους.
Ό σκοπός μας είναι μέ τήν προσευχή και το παράδειγμα μας νά
βοηθηθούν οί άνθρωποι, γιά νά αναγεννηθούν πνευματικά. Όταν φεύγη άπό
τον κόσμο κανείς και μπαίνη στο μοναστήρι, γίνεται Πατήρ ή Μήτηρ, δηλαδή
πνευματικός Πατέρας ή πνευματική Μητέρα. Μια κοπέλα, όταν γίνεται μοναχή,
«νυμφεύεται»· γίνεται νύμφη Χριστού, μητέρα πνευματική, και βοηθάει για τήν
πνευματική αναγέννηση των ανθρώπων. Με τήν προσευχή βοηθάει να γίνουν
λ.χ. σωστές οικογένειες. Άλλα εκτός από τήν προσευχή, υπάρχουν και
περιπτώσεις πού πρέπει να προσφέρη στον άνθρωπο και ανθρώπινη βοήθεια.
Κάθε σωστή μοναχή, έκτος από τήν προσευχή πού κάνει για τον κόσμο, πολύ
βοηθάει με τον τρόπο της, με μια σωστή αντιμετώπιση, με δυο λόγια
πνευματικά πού θα πή εκεί στο άρχονταρίκι σε έναν προσκυνητή, για να
συλλαβή το βαθύτερο νόημα της ζωής, σε μια μητέρα, γιά νά τήν στήριξη. Το να
ζητάη όμως ή μοναχή επικοινωνίες κ.λπ., είναι χαμένα πράγματα, γιατί οι
προβολές οι κοσμικές έρχονται σέ σύγκρουση με τους πνευματικούς νόμους και
ταλαιπωρούμαστε. Όσο μπορείτε, νά κινήσθε στην αφάνεια. Κάνω μια σύγκριση
και πονώ: Μερικοί μοναχοί επιδιώκουν πανηγύρια, επισκέψεις, φιλίες
πνευματικές. Έγώ αναγκάζομαι νά πάω κάπου γιά πνευματική εργασία και τό
νιώθω σάν μαρτύριο, το βλέπω σπατάλη χρόνου.
- Γέροντα, όταν μιά μοναχή μεγάλη στην ηλικία είναι ανώριμη πνευματικά, τί
φταίει;
- Δεν παρακολουθεί τόν εαυτό της και δεν κάνει τήν πνευματική εργασία
πού πρέπει. Τό κακό από εκεί ξεκινάει. Άς πούμε ότι μιά δεν τήν καλούσε γιά
μοναχή ό Χριστός και έμενε στον κόσμο και γινόταν μητέρα. Τότε δεν θά είχε
απαιτήσεις αυτή από τους άλλους, άλλα οί άλλοι θά είχαν απαιτήσεις άπό
αυτή. Θά έδινε πολλά και θά έπαιρνε πολλά μέ τήν θυσία πού θά έκανε. Στο
μοναστήρι πρέπει νά γίνη πνευματική μητέρα- ή αποστολή της είναι ανώτερη
και άπό της μητέρας. Άλλα τώρα τί γίνεται; Έρχεται στό μοναστήρι μικρή καί,
αν δεν κάνη την πνευματική εργασία πού πρέπει, έχει τον λογισμό ότι είναι
συνέχεια παιδί. Πρέπει όμως να καταλάβη ότι δεν είναι παιδί, για να έχη τον
λογισμό: «Έχουμε τήν μάνα μας, έχουμε το σπίτι μας, έχουμε το αμέριμνο, και
δεν με νοιάζει». Πρέπει νά δίνη, νά βοηθάη γιά τήν αναγέννηση τήν πνευματική
τις μικρότερες αδελφές με τήν συμπεριφορά της, ή τους λαϊκούς πού έρχονται
στό μοναστήρι έκεϊ πού διακονεί στο άρχονταρίκι, στην Εκκλησία κ.λπ., νά
θυσιάζεται σέ όλα, καί έτσι, χωρίς νά ζητάη, θά παίρνη. Αν ή μοναχή δεν
τοποθετηθή έτσι, πάνε όλα χαμένα. Μένει σέ μιά υπανάπτυκτη κατάσταση καί
θέλει συνέχεια νά παίρνη καί από μικρές καί άπό μεγάλες, χωρίς εκείνη νά δίνη.
Καλλιεργεί ένα βλαμμένο πνεύμα καί δεν ωριμάζει, γιατί δέν προσφέρει τον
εαυτό της στους άλλους.
Βλέπω σέ μερικούς μοναχούς ακριβώς τήν κατάσταση ενός Βεδουίνου πού
είχα γνωρίσει στό Σινά. Ήταν εξήντα πέντε χρονών καί έλεγε: «Καί εγώ δέν έχω
πατέρα· είμαι ορφανός»! Εξήντα πέντε χρονών έχουν εγγονάκια. Δυο γενιές καί
τρεις πέρασαν καί νά λέη «καί εγώ δέν έχω πατέρα», νά αναζητά δηλαδή τήν
αγάπη τοϋ πατέρα! Καί έμεϊς οι καλόγεροι, αν δέν προσέξουμε, παραμένουμε
παιδιά· αυτό είναι το κακό. Αν όμως σκε-φθή ή μοναχή ή ό μοναχός τί θά έκανε
στον κόσμο σ' αυτήν τήν ηλικία, θά πή: «Τώρα δέν πρέπει νά ζητώ ανθρώπινη
παρηγοριά· εγώ πρέπει νά θυσιασθώ, καί όχι νά έχω απαιτήσεις». Έρχονται στό
μοναστήρι οί περισσότεροι μικροί, βρίσκουν πνευματικούς γονείς καί μπορεί νά
μείνουν σέ μιά παιδική κατάσταση, μέ παιδικές απαιτήσεις, ένώ, αν ήταν στον
κόσμο, θά γίνονταν γονείς. Παραμένουν δηλαδή συνέχεια παιδιά όχι μέ τήν
καλή έννοια άλλα μέ τήν μωρουδίστικη. Καί βλέπεις, μπορεί νά γεράσουν άλλα,
αν δέν δουλέψουν τό μυαλό, μπορεί νά χαρούν μέ μιά καραμέλλα ή μέ μιά
φανέλλα. «Μοϋ πήρε μάλλινα ό Γέροντας», έλεγε ένα γεροντάκι εκεί στο Αγιον
Όρος και έδειχνε τήν φανέλλα πού τοϋ έδωσε ό Γέροντας του. Χαιρόταν σάν τό
παιδάκι πού τοϋ πήρε ή μάνα του σακκάκι με σειρήτια!
Νά γίνουμε παιδιά στην ακακία, όχι στο μυαλό
. Γιατί αλλιώς, πώς θά μπή
στην ζωή μας ή παλληκαριά; Πώς θα μπή ό ανδρισμός; Ένας μοναχός, γιά νά
κάνη προκοπή, πρέπει νά μαλακώση αυτό τό σκληρό πού έχει, νά κάνη δηλαδή
λίγο μητρική τήν καρδιά του. Καί μιά μοναχή, γιά νά κάνη προκοπή, πρέπει νά
απόκτηση λίγο ανδρισμό.

Ή πνευματική συστολή αλλοιώνει τους άλλους


- Γέροντα, μιά ψυχή, όταν έρχεται στο μοναστήρι καί έχη ακόμη τό
κοσμικό φρόνημα, έναν κοσμικό αέρα, πώς θά τό άποβάλη αυτό;
- Όταν μπαίνη στο μοναστήρι, πρέπει νά ξεχάση τον κόσμο καί μετά νά μήν
ξεχνάη ότι βρίσκεται σε μοναστήρι. Καλά, στό σπίτι της μπορεί νά μη
βοηθήθηκε, νά μήν πήρε σωστή αγωγή· τώρα θέλει προσοχή τί αγωγή θά πάρη
εδώ. Μοναχική αγωγή. Τό μοναστήρι είναι ένας ιερός χώρος. Ό κόσμος είναι
άλλο. Όταν σκέφτεται κανείς ότι κινείται μέσα σε έναν ιερό χώρο, έρχεται μόνη
της ή συστολή. Άλλα, όταν ξεχνιέται καί νομίζη ότι είναι στον κόσμο, πώς θά
έρθη ή συστολή; Νά κινήται φυσιολογικά ή μοναχή, μέ απλότητα, με ταπείνωση,
όχι νά πάη νά κάνη τήν κακομοίρα. Αυτό είναι αηδιαστικό, αποκρουστικό.
Βλέπω σε μερικές δόκιμες αδελφές πού περπατούν καμαρωτές-καμαρωτές
ένα κοσμικό πράγμα. Σαν νύμφες κοσμικές περπατούν, όχι σαν νύμφες Χριστού.
Ένώ σέ άλλες πού περπατούν μέ μια συστολή, βλέπω κάτι το Ιερό. Πόσο
διαφέρει το ένα από το άλλο! Αμέσως καταλαβαίνει κανείς τί είναι ό
Μοναχισμός. Έάν παρατηρήσετε τά στάχυα, θα δήτε ότι όποιο στέκεται ψηλά,
όρθιο, δεν έχει τίποτε μέσα. Ένώ τό ψωμωμένο στάχυ γέρνει προς τά κάτω.
Ένας μοναχός μέ ευλάβεια αλλοιώνει τους άλλους πού τον βλέπουν. Νά,
σήμερα ήρθε ένας ιερομόναχος πού τόν γνωρίζω από παλιά. Παρόλο πού είναι
άσχημος, δηλαδή δέν έχει ομορφιά εξωτερική, πάντα όταν κοινωνούσε, τόν
έβλεπα νά λάμπη. Αλλά και όταν δέν κοινωνούσε, έβλεπα μιά λάμψη, μιά
πνευματική λάμψη στο πρόσωπο του. Όπως ή άσφαλτος, ένώ είναι πίσσα, όταν
τήν βλέπη κανείς άπό μακριά τό καλοκαίρι, έχει πολλές φορές μιά γυαλάδα, έτσι καί
εδώ βλέπεις μιά λάμψη σέ έναν πού είναι άσχημος. (Δέν είναι φυσικά τόσο
κατάλληλο τό παράδειγμα, αλλά τί νά φέρη κανείς σάν παράδειγμα;). Δηλαδή
εκείνη ή πνευματική κατάσταση πού έχει, τού δίνει καί εξωτερικά μιά λάμψη.
Αυτή είναι ή ομορφιά ή πνευματική, ή χάρις, ή θεία Χάρις. Καί άλλοι ιερωμένοι
πού έχουν ομορφιά εξωτερική, άλλα έχουν κοσμικό πνεύμα καί κινούνται μέ
έναν κοσμικό αέρα, πόσο αποκρουστικό είναι! Βλέπεις έναν άνθρωπο τελείως
κοσμικό. Δηλαδή έκτος άπό τήν ίερωσύνη, νά μή βλέπης τίποτε άλλο πνευματικό.
Ό άνθρωπος καθρεφτίζεται στο πρόσωπο. Είναι αυτό πού είπε ό Χριστός: «Ό
λύχνος τον σώματος έστιν ό οφθαλμός. Έάν ό οφθαλμός σου άπλοϋς η, όλον τό
σώμα σον φωτεινόν εσται». Αν έχη κανείς απλότητα, έχη ταπείνωση, υπάρχει
θειος φωτισμός, λαμποκοπάει. Νά, αυτό πρέπει νά έπιτύχη ό μοναχός.
- Γέροντα, ό Άγιος Νείλος ό Καλαβρός λέει ότι άπό την στιγμή πού κάποιος
γίνεται μοναχός, θα γίνη ή Άγγελος ή διάβολος. Δηλαδή δεν υπάρχει κάτι
ενδιάμεσο;
- Θέλει να πή πώς ό μοναχός πρέπει να κάνη σωστή δουλειά. Γι' αυτό και
όταν ένας μεγαλόσχημος μοναχός πέση σέ θανάσιμη αμαρτία, επιτρέπει ό
Θεός να πέση ράβδος, για νά έξιλεωθή. Μερικές φορές νομίζουμε ότι θά
πάρουμε τήν Χάρη μέ εξωτερικά πράγματα, με τεχνητό, με μαγικό τρόπο. Άλλα
έτσι ούτε ό Θεός αναπαύεται ούτε ό ίδιος ό άνθρωπος αναπαύεται εσωτερικά
ούτε και τους άλλους αναπαύει. Φτιάχνουν λ.χ. μερικοί μοναχοί σχήματα
φαρδιά καί μακριά μέχρι κάτω, μέ σταυρούς κόκκινους, μέ τριαντάφυλλα, μέ
κόκκινα κλαδιά, μέ ένα σωρό γράμματα... Ανοίγουν εν τω μεταξύ καί το ράσο,
για νά φαίνωνται, σαν τους Φαρισαίους πού φάρδαιναν τα κράσπεδα, γιά
νά δείξουν ότι προσεύχονται πολύ! Καί έβλεπες παλιά, μόνον όταν περ-
πατούσε ό μοναχός φαινόταν λίγο τό σχήμα κάτω άπό το ράσο. Πολλοί
μάλιστα έβαζαν ένα μικρό σχήμα άπό μέσα, γιά νά μή φαίνεται καθόλου. Τώρα
κούφια πράγματα. Έτσι θά πάρουν Χάρη άπό τό σχήμα; Τους σιχαίνεται τό
σχήμα καί φεύγει ή Χάρις. Σκοπός είναι νά γίνη άπό μέσα ό μοναχός
μεγαλόσχημος. Καί όποιος γίνεται άπό μέσα μεγαλόσχημος, τό σχήμα τό κρύβει.
Ένα εξωτερικό πράγμα δέν κάνει τήν αλλοίωση τήν εσωτερική. Έτσι μετά μένει
κανείς εξωτερικός άνθρωπος, καί τελικά θά μάς πή ό Χριστός: «Ουκ οΐδα υμάς».