Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ο Αναχωρητής του Άθωνα ,Πατήρ Σεραφείμ.



Ένας ευλαβής νέος από την Αθήνα, από πλούσια οικογένεια ,είχε χάσει την μητέρα του από βαριά αρρώστια και όλως ξαφνικά πέθανε και ο πατέρας του μετά από λίγο διάστημα. Ο θάνατος των γονέων του τον συγκλόνισε πολύ ,και αυτό έγινε αιτία να φιλοσοφήση την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Μοιράζει λοιπόν όλη του την περιουσία στους φτωχούς, αφήνει το μεγάλο του εμπορικό κατάστημα στους υπαλλήλους του και έρχεται στο Άγιον Όρος.
Περνώντας από την Νέα Σκήτη, γνώρισε τον Παπα-Νεόφυτο, που έμενε στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου , όπου φιλοξενήθηκε και εξομολογήθηκε. Ο Παπα-Νεόφυτος του διηγήθηκε πολλά για τους Ασκητάς, και άναψε πολύ ο θείος του πόθος, όταν άκουσε για τους Αναχωρητάς στην κορυφή του Άθωνα. Ζήτησε μετά ευλογία από τον Παπα-Νεόφυτο να τον δεχθή στην Συνοδία του, να καρή Μοναχός, και μετά να του δώση ευλογία να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα. Ο Παπα-Νεόφυτος , επειδή τον είδε πολύ ταπεινό και ευλαβή , τον δέχθηκε, αλλά τον κράτησε με τα λαϊκά και τον προετοίμαζε πνευματικά, αθόρυβα, πέντε χρόνια, χωρίς να γνωρίζουν οι άλλοι τον ιερό σκοπό του νέου, ο οποίος απέφευγε ακόμη και τις συναντήσεις με τους Πατέρες της Σκήτης. Αφού λοιπόν εκπαιδεύτηκε πνευματικά πέντε χρόνια ,τον έκανε Μοναχό ο Γέροντας, τον ονόμασε Σεραφείμ και του έδωσε την ευχή του να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα, χωρίς να βλέπη άνθρωπο.
Μετά από τρία χρόνια ήρθε μια φορά, όπως μου διηγήθηκε ο Παπα-Διονύσιος , ο παραδελφός του, και τους διηγόταν τους πειρασμούς που συνήντησε στις αρχές, πώς τον απειλούσαν οι δαίμονες συνέχεια. Μια νύχτα μάλιστα του πέταξαν μια παλιά λαμαρίνα, που είχε μπροστά από την σπηλιά του, για να εμποδίζη λίγο τον πολύ αέρα και την βροχή. Ο Πατήρ-Σεραφείμ όχι μόνο δεν ταράχτηκε, αλλά χαμογελώντας είπε στους δαίμονες:
- Θεός συγχωρέσοι! καλά κάνατε, γιατί εγώ είχα ασχημύνει την σπηλιά με την λαμαρίνα που έβαλα.
Είχε εμφανισθή άλλη μια φορά μετά από πέντε χρόνια ο Πατήρ-Σεραφείμ, και ο Παπα- Νεόφυτος του είχε δώσει ένα Αρτοφόριο με Άγιον Άρτο, και έφυγε πάλι για την κορυφή του Άθωνα και δεν ξαναφάνηκε πια.
Ο Πατήρ-Σεραφείμ έγινε Άγγελος «Σεραφείμ»! Πώς να μη πετάξη, αφού όλα τα πέταξε για τον Χριστό! Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Η δύναμη του κομποσχοινιού, της ευχής.



Κάποτε, ένας Αγιοπαυλίτης Μοναχός είχε πάει στον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλληνία. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας έμεινε μέσα στο Ιερό και έκανε κομποσχοίνι – έλεγε νοερώς την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς – ενώ έξω έψαλλαν. Είχαν φέρει δε στην Εκκλησία και έναν δαιμονισμένο, για να θεραπευθή από τον Άγιο Γεράσιμο.
Ενώ λοιπόν έλεγε την ευχή ο Μοναχός μέσα από το Ιερό, το δαιμόνιο έξω καιγόταν και φώναζε:
- Μη τραβάς αυτό το σχοινί, ρε καλόγηρε, γιατί με καίει.
Το άκουσα αυτό και ο Ιερεύς και λέει στον Μοναχό:
- Κάνε , αδελφέ μου, κομποσχοίνι, όσο μπορείς , για να ελευθερωθή το πλάσμα του Θεού από τον δαίμονα.
Τότε ο δαίμονας οργισμένος φώναζε:
- Ρε παλιόπαπα, τι του λες να τραβάη το σχοινί; Με καίει!
Τότε ο Μοναχός με περισσότερο πόνο έκανε κομβοσχοίνι, και ο βασανισμένος άνθρωπος απαλλάχθηκε από το δαιμόνιο.

Ψάλτης συμπανηγυρίζει με αδελφό που είχε πεθάνει πριν από έξι μήνες.




Κάποτε ο περίφημος ψάλτης Διακο-Γιάννης από το κελλί του «Ραδβούχου» ο οποίος πρόσφατα αναπαύθηκε , είχε πάει στην Πανήγυρη της Ι. Μονής Γρηγορίου , για να ψάλη. Αφού έψαλε στον Μεγάλο Εσπερινό, όταν τελείωσε, και θα άρχιζε η Λιτή, αισθάνθηκε την ανάγκη να πάη στο Αρχονταρίκι, να πιή έναν καφέ, για να τονωθή λίγο το Γεροντάκι και πάλι να πάη να συνεχίση τα ψαλτικά του.
Στο Αρχονταρίκι λοιπόν, σε γενομένη συζήτηση γύρω από τα ψαλτικά και τους Πατέρες της Μονής που έψαλλαν, είπε ο Διακο-Γιάννης:
- Είδα τον Πατέρα Δαβίδ να κρατιέται ακόμη καλά.
Ο Πατήρ Μακάριος (ένας από τους παλαιούς Πατέρες) παραξενεύτηκε γι’ αυτά που άκουσε και λέει στον Γέροντα Διακο-Γιάννη:
- Ο Πατήρ Δαβίδ έχει πεθάνει εδώ και έξι μήνες∙ λάθος έκανες.
Ο Διακο- Γιάννης τάχασε και με πεποίθηση του απαντάει:
- Εγώ , Πάτερ μου, δεν ξέρω πότε πέθανε και τι μου λες. Ένα πράγμα ξέρω, ότι τον είδα έξω στην Λιτή τον Πατέρα Δαβίδ πριν από λίγα λεπτά, χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε μάλιστα λίγο γύρω από τα ψαλτικά.

Ο απρόσεκτος λόγος αφελούς μοναχού που δέχθηκε παιδαγωγική τιμωρία από τον Θεό.



Στο Γηροκομείο του Αγίου Παύλου ήταν ένας Παρανοσοκόμος λίγο αφελής μεν, αλλά πολύ καλοκάγαθος.
Μου είχε διηγηθή ο ίδιος, πριν από σαράντα χρόνια περίπου, ότι όταν υπηρετούσε στο Γηροκομείο της Μονής, του είχε δώσει ένας αδελφός ένα σταφύλι ευλογία. Εκείνος από την καλοσύνη του δεν το έφαγε, αλλά το έκοψε μικρά κομματάκια και το μοίρασε στα Γεροντάκια. Ένα δε φιλότιμο Γεροντάκι του έδινε συνέχεια ευχές:
«Καλό Παράδεισο! καλό Παράδεισο!» ,γιατί ήταν και το πρώτο σταφύλι που είχε γευθή, αφού τα σταφύλια δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Ο παρανοσοκόμος λοιπόν με την αφέλειά του του απήντησε αστειευόμενος:
- Φάε, ευλογημένε μου, σταφύλι. Εδώ είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.
Παρόλο που δεν το πίστευε αυτό- το είπε αστεία και είχε ελαφρυντικά λόγω της αφέλειάς του- τι έπαθε όμως;
Βλέπει την νύχτα ένα φοβερό όνειρο, αλλά ένιωθε σαν να ήταν ξυπνητός! Αντίκρισε λοιπόν μια πύρινη θάλασσα και απέναντι έναν ωραίο κόλπο με κρυστάλλινα παλάτια και έναν σεβάσμιο Γέροντα, που έμενε εκεί στον πολύ όμορφο κόλπο, που ακτινοβολούσε, αφού και τα γένια του ακόμη φαίνονταν σαν μεταξωτά. Εκεί γνώρισε και έναν αδελφό της Μονής, που είχε κοιμηθή πριν από τρία χρόνια, και τον ρώτησε τι είναι αυτά τα παλάτια, γιατί του έκαναν μεγάλη εντύπωση, και ποιος ο σεβάσμιος Γέροντας.
Ο αδελφός του είπε:
- Αυτός είναι ο Γερο-Αβραάμ , και αυτός ο όμορφος κόλπος με τα κρυστάλλινα παλάτια είναι «ο κόλπος του Αβραάμ», όπου αναπαύονται οι ψυχές των Δικαίων.
Ενώ ο αδελφός έλεγε αυτά, τα ακούει ο Δίκαιος Αβραάμ και λέει με αυστηρό ύφος στον Παρανοσοκόμο Πατέρα Γρηγόριο:
- Εσύ να φύγης γρήγορα από εδώ, δεν έχεις καμιά θέση!
Με το μάλωμα όμως που του έκανε ο πατριάρχης Αβραάμ, κι όπως ο παρανοσοκόμος γύρισε να φύγη βιαστικά, ένιωσε ότι τον άρπαξε η φλόγα από την πύρινη εκείνη θάλασσα και από τον πόνο ξύπνησε. Τι να ιδή όμως! Τα πόδι του εκείνο, στο οποίο ένιωσε το κάψιμο, ήταν γεμάτο από φουσκάλες και πονούσε συνέχεια είκοσι μέρες, μέχρι να θεραπευτούν οι πληγές με αλοιφές και διάφορα άλλα πρακτικά βότανα.
Μετανόησε πολύ γι’ αυτό που είχε πει και ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια του στο εξής.

Ο Γερο- Εφραίμ, «ο τάλας».



Απέναντι από το Κελλί του Γερο-Υπατίου (τα Βλάχικα Κελλιά) , πάνω από τα Κατουνάκια, φαίνεται μια σπηλιά, η οποία, όπως διηγούνται οι Γεροντάδες, επί Τουρκοκρατίας ήταν σπηλιά ληστών. Αυτή λοιπόν την σπηλιά ο Γερο-Εφραίμ την μετέτρεψε σε θείο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, διότι την αγίασε με την αγία του ζωή.
Ο Γερο- Εφραίμ καταγόταν από την Θεσσαλία. Είχε ψυχή ευαίσθητη και ταπεινή και πνεύμα ανδρείο και αγωνιστικό.
Έλεγε ο Παπα- Ιερόθεος και ο Παπα-Μακάριος από την Κερασιά ότι ο Γερο- Εφραίμ ήταν σαν τους Αββάδες της παλαιάς εποχής της Νιτρίας και Θηβαΐδος. Τα ίδια έλεγαν και οι ευλαβείς Γεροντάδες από τον Άγιο Βασίλειο, όπως επίσης και οι γείτονές του Συνασκητές. Όλοι τον παραδέχονταν για τις αρετές του και κυρίως για την μεγάλη του ταπείνωση και αφάνεια, ενώ αυτός αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο. Από ένα –δύο περιστατικά, που θα αναφέρω, πολλά θα καταλάβουν οι καλοπροαίρετοι, που αγωνίζονται στην αφάνεια.
Επειδή οι Πατέρες κατέβαιναν και αγόραζαν κάτι ( τρόφιμα κ.λ.π. ) ή έπαιρναν ευλογία από Μοναστήρια ( παξιμάδι ή κηπουρικά ) ,κατέβαινε και ο Γερο-Εφραίμ την νύχτα κρυφά και γέμιζε την τουρβά του με άδεια κονσερβοκούτια από τους λάκκους ,και την ημέρα ανέβαινε και αυτός φορτωμένος για το Ασκηταριό του, και έτσι έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι κουβαλάει τρόφιμα.
Όταν έφθανε στην σπηλιά του, άδειαζε τα αδειανά κονσερβοκούτια , που είχε στον τουρβά του, μπροστά στην πόρτας της σπηλιάς, για να τα βλέπουν οι επισκέπτες και να σχηματίζουν την εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργος, ενώ αυτός έκανε μεγάλες νηστείες. Μάλιστα, από την πολλή άσκηση και την πολλή υγρασία που είχε η σπηλιά, είχε προσβληθή αργότερα από φυματίωση. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να κτίση μόνος του, λίγο πιο πέρα από την σπηλιά σε προσήλιο τόπο, ένα μικρό καλυβάκι με ξερολιθιά, που μόλις τον χωρούσε.
Το ίδιο δε τυπικό συνέχισε και κει: να κουβαλάη κρυφά αδειανά κονσερβοκούτια από τους λάκκους και να τα αφήνη έξω από την πόρτα του. Όσοι τα έβλεπαν, επειδή δεν γνώριζαν την πραγματικότητα, έλεγαν:
- Τι κάνει αυτός εδώ; Δεν άφησε κονσέρβα για κονσέρβα!
Όσες ευλογίες του έδιναν καμιά φορά οι Πατέρες, τις δεχόταν με χαρά, αλλά πήγαινε την νύχτα και τις άφηνε έξω από τα Καλύβια των Πατέρων που είχαν ανάγκη ή σε αρρώστους , τους οποίους και υπηρετούσε.
Ο ίδιος είχε πολλή αυταπάρνηση και ήταν αφημένος στην Πρόνοια του Θεού. Κάποτε που είχε αποκλειστή από τα πολλά χρόνια στην σπηλιά, ο Καλός Θεός έστειλε τρόφιμα στον Γερο-Εφραίμ με έναν άνθρωπο, ο οποίος, αφού του άφησε ένα τουρβά με ευλογίες, εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του Γερο-Εφραίμ! Ο Γέροντας δόξασε τον Θεό και πέρασε όλο τον χειμώνα με εκείνη την ευλογία του Θεού.
Παρ’ όλα αυτά που ανέφερα, ο Γερο-Εφραίμ είχε πολλή αυτομεμψία ,και ορισμένοι πίστευαν, δυστυχώς, όσα έλεγε κατηγορώντας τον εαυτό του.
Έτσι ταπεινά και στην αφάνεια τελείωσε τον σκληρό αγώνα του για την αγάπη του Χριστού και ανεπαύθη εν Κυρίω το 1962. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Ο δια Χριστόν σαλός Γέρο Κωνσταντίνος.



Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γέρο Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λε­πτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κά­νει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ' ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).
     Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
     Εξωτερικά ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ' αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γέρο Κωνσταντίνο.
     Ο Γέρο Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.
     Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιαλείπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.

      Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γέρο Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ' άκουγε δυό - τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
    Ο Γέρο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.
    Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!
     Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάει είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου - κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε - έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γέρο Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε. Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γέρο Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.

   Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού!
      Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ' όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον - στην Θεσσαλονίκη - έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
     Όταν έμαθα ότι ο Γέρο-Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γέρο Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ' όλα τα παλάτια του κόσμου.
      Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
      -Γιατί μ' έφεραν εδώ;

     Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.       Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο... και όχι στο άγιον Όρος ο Γέρο Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο   Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Ό άγνωστος Αναχωρητής. (μάλλον ενας άπό τούς αφανείς Άναχωρητάς τοΰ "Αθωνα).



Οταν είχα έρθει στό "Αγιον "Ορος γιά πρώτη φορά,τό 1950, ανεβαίνοντας άπό τά Καυσοκαλύβια γιάτήν "Αγία "Αννα, είχα χάσει τόν δρόμο" άντί νά πάρω τόνδρόμο γιά τήν Σκήτη τής "Αγίας "Αννης, προχώρησα γιάτήν κορυφή τοΰ "Αθωνα. Άφοΰ βάδισα αρκετά, κατάλαβα ότι πάω ψηλά καί έψαχνα νά βρώ κανένα μονοπάτι νά βγώ σύντομα. Επάνω λοιπόν σ' αυτή τήν αγωνία μου, ένώ παρακαλούσα τήν Παναγία νά μέ βοηθήση, ξαφνικά μοΰ παρουσιάζεται ένας Αναχωρητής μέ φωτεινό πρόσωπο - θά ήταν γύρω στά εβδομήντα χρόνια - πού έδειχνε άπό τήν ενδυμασία του νά μήν είχε επαφή μέ ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σάν άπό καραβοπάνι, άλλάπολύ ξεθωριασμένο καί κατατρυπημένο. Τίς δέ τρύπες τίς είχε πιασμένες μέ ξύλινα σουβλιά, όπως πιάνουν οί γεωργοί τά τρύπια σακιά, όταν δέν έχουν σακοράφα καίσπάγγο. Είχε επίσης έναν τουρβά δερμάτινο, ξεθωριασμένο καί τίς τρύπες πιασμένες πάλι μέ τόν ϊδιο τρόπο.Στόν δέ λαιμό του είχε μιά χονδρή αλυσίδα, πού κρατούσε ένα κουτί μπροστά στό στήθος του. Φαίνεται είχε κάτιτό ίερό!Πρίν λοιπόν τόν ρωτήσω έγώ, μοΰ είπε εκείνος:- Παιδί μου, δέν πάει γιά τήν Αγία "Αννα αυτός όδρόμος, καί μοΰ έδειξε τό μονοπάτι. Άπ' όλο τό παρουσιαστικό του φαινόταν "Αγιος!
Ρώτησα μετά τόν Ερημίτη:- Ποΰ μένεις, Γέροντα;Κι εκείνος μοΰ απήντησε:- Κάπου έδώ, καί μοΰ έδειχνε τήν κορυφή τοΰ "Αθωνα.
Επειδή είχα περιπλανηθή δεξιά καί αριστερά, ψάχνοντας νά βρώ Γέροντα νά μέ πληροφορή εσωτερικά, είχα ξεχάσει καί τί ήμερα είναι καί πόσο έχει ό μήνας. Ρώτησα λοιπόν τόν Ερημίτη καί μοΰ είπε ότι ήταν Παρασκευή. Μετά έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι δερμάτινο, τόόποιο είχε μέσα κάτι ξυλάκια μέ χαρακιές, καί άπό τίςχαρακιές πού είδε, μοΰ είπε πόσο είχε ό μήνας. Πήρα μετά τήν ευχή του, προχώρησα άπό τό μονοπάτι πού μοΰ έδειξε καί βγήκα στήν Σκήτη τής Αγίας 'Άννης. Ό νους μου όμως συνέχεια γύριζε στό φωτεινό πρόσωπο τοΰ Άναχωρητοΰ, πού ακτινοβολούσε. Αργότερα, όταν είχα ακούσει ότι υπάρχουν στήν κορυφή τού "Αθωνα δώδεκα Άναχωρηταί - άλλοι έλεγαν επτά - είχα μπή σέ λογισμούς καί τό είχα διηγηθή σέ έμπειρους Γεροντάδες αυτό πού είδα, οί όποιοι μοΰ είπαν:- Θά ήταν καί αυτός ένας άπό τούς "Οσίους Άναχωρητάς πού ζουν στήν αφάνεια στήν κορυφή τοΰ "Αθωνα!